SIMONE ROCHA

Την άνοιξη του 2010, η αναπάντεχη συμμετοχή της Simone Rocha στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου, στην γκαλερί Tate Modern, εξελήφθη ως μια νέα προσθήκη στην ομάδα των σημαντικότερων νέων ταλέντων της τότε αγγλικής σκηνής. H επιτυχία της ήταν άμεση, αφού κοινό και δημοσιογράφοι αποθέωσαν την παρθενική της συλλογή, γεγονός που την ενθάρρυνε να συνεχίσει.
Η Ιρλανδή Simone, κόρη του επίσης επιτυχημένου σχεδιαστή μόδας John Rocha με καταγωγή από το Χονγκ Κονγκ, βρέθηκε ξαφνικά να ανταγωνίζεται δημιουργούς όπως η δική μας Mary Katrantzou, ο Jonathan Saunders και οι σχεδιαστές του brand Peter Pilotto, οι οποίοι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της μετά McQueen εποχής, που είχε μόλις ξημερώσει. Όλοι τους είχαν ήδη αφήσει το στίγμα τους στον χώρο, χάρη στις ριζοσπαστικές τους ιδέες γύρω από την ένδυση και το ανθρώπινο σώμα. Δεν ήταν όμως ούτε τα αφελή εμπριμέ ούτε οι εκτυπώσεις των τεράστιων καλειδοσκοπικών λουλουδιών και σχημάτων που έκαναν τη Simone να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους της γενιάς της, αλλά η γνήσια αγάπη της για το χειροποίητο, την τέχνη του μακραμέ, τα κεντήματα, τα κροσέ και τα μαργαριτάρια που στόλιζαν διακριτικά γιακάδες και μανσέτες – όλα τους στοιχεία της κλασικής ραπτικής.
Γεννημένη σε ένα δημιουργικό περιβάλλον, σήμερα νιώθει τυχερή για όσα έμαθε κατά την παιδική της ηλικία στο ατελιέ του πατέρα της, χώρο που αποτέλεσε την αρχή για τις ενήλικες επιλογές της. «Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια οικογένεια με ήθος και σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και στοργή», μου λέει. «Υπήρχε έντονη η αίσθηση της ομάδας, της αφηγηματικής τέχνης και των όμορφων τοπίων, που αποτυπώθηκαν στο μυαλό μου μέσα από τα πολλά ταξίδια που κάναμε όλοι μαζί, αλλά και από τα βιβλία που είχαμε στο σπίτι. Μέχρι σήμερα, αυτές είναι οι πηγές της έμπνευσής μου. Με συγκινούν τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι τέχνες, η Ιρλανδία και το Χονγκ Κονγκ. Ήμουν ένα δημιουργικό παιδί και μου άρεσαν ιδιαίτερα η τεχνική του papier-mâché και ο χορός. Στο σχολείο ήμουν κακή μαθήτρια, λόγω της δυσλεξίας, γι’ αυτό έβρισκα διέξοδο σε οτιδήποτε όμορφο. Ανέκαθεν η μόδα ήταν μέρος της ζωής μου, λόγω του πατέρα μου, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην απόφασή μου να ακολουθήσω τελικά αυτόν τον δρόμο. Δεν μου το επέβαλε όμως, αντιθέτως, τόσο εκείνος όσο και η μητέρα μου δεν το επιθυμούσαν, γιατί γνώριζαν καλά τις δυσκολίες του επαγγέλματος».
Προσπαθώ να φανταστώ τι αντίληψη θα μπορούσε να έχει η Simone για τη μόδα, ως ένα παιδί που άρχισε να βοηθά τον πατέρα της στην τρυφερή ηλικία των 11 ετών στα παρασκήνια των επιδείξεών του στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στο Μιλάνο. Από τα 14 μέχρι και τα 17 της εργαζόταν καθημερινά στο ατελιέ του, μέχρι να φύγει για το κολέγιο. Αυτός είναι κάτι παραπάνω από ιδανικός τρόπος εκπαίδευσης για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τη μόδα, σκέφτομαι. Κι ενώ στο χωριό Ranelagh της Ιρλανδίας, όπου μεγάλωσε, η βιομηχανία του ρούχου ήταν ανύπαρκτη, εκεί έμαθε να πλέκει με βελονάκι, τεχνική που μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σχεδιαστικής γραφής της. Και η διπλή καταγωγή της, βεβαίως, λειτουργεί θετικά στον σχεδιασμό των συλλογών της.
Μετά τις σπουδές της στο Εθνικό Κολέγιο Τεχνών και Σχεδιασμού του Δουβλίνου, η Simone Rocha έφυγε για το Λονδίνο, με στόχο να συνεχίσει στο Central Saint Martins. «Μέχρι εκείνη τη στιγμή η μόδα δεν υπήρξε αυτοσκοπός για μένα. Ήταν κάτι που ήρθε μέσα από τα διάφορα projects στα οποία ήμουν αναμεμειγμένη και ειδικότερα όσα αφορούσαν κατασκευές με υφάσματα. Θα έλεγα πως ήταν μια φυσική εξέλιξη που ξεκίνησε από τον θαυμασμό μου για όσα είχα βιώσει μέχρι τότε μέσω του πατέρα μου», τονίζει και σκέφτομαι ότι είναι συγκινητικό πως το 2013 βραβεύτηκε από το British Fashion Council για την καλύτερη συλλογή της χρονιάς, όπως ακριβώς είχε συμβεί με τον πατέρα της είκοσι χρόνια νωρίτερα. Κάθε φορά που αναφέρεται σ’ εκείνον, τα μάτια της λάμπουν: «Ακόμα με εντυπωσιάζουν η επιμονή, η αφοσίωση, η μεθοδικότητα και η ορμή του. Είναι ο καλύτερος σύμβουλος και ο πιο θερμός υποστηρικτής μου», εξομολογείται. Μου λέει επίσης ότι οι σπουδές στο Λονδίνο τής επέτρεψαν να δει τη βιομηχανία μέσα από μια νέα οπτική, εκείνη του ανταγωνισμού που επιβάλλει τη συνεχή αυτοβελτίωση.
Σε αυτό τη βοήθησε η εκλιπούσα θρυλική καθηγήτρια Louise Wilson, η οποία την ωθούσε στα όριά της, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και καλύτερη. Οι αμέσως επόμενοι μέντορές της ήταν η Γιαπωνέζα Rei Kawakubo και ο σύζυγός της, Adrian Joffe, που την αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή, τοποθετώντας τη συλλογή της στις βιτρίνες της μπουτίκ τους, Dover Street Market – συνεργασία που μετρά πλέον περισσότερα από δέκα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η κατάκτηση της επιτυχίας κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. «Δεν αισθάνομαι καν καθιερωμένη, εξακολουθώ να νιώθω σαν να έχω μόλις ξεκινήσει. Μου είναι δύσκολο να έχω ξεκάθαρη αντίληψη των όσων έχω καταφέρει, γιατί είμαι συνεχώς απασχολημένη με ιδέες που αποσκοπούν στην εξέλιξή μου. Κάθε μέρα είναι και μια νέα ευκαιρία να μάθω κάτι καινούργιο. Πλέον, μπορώ να πω με σιγουριά πως το δυσκολότερο πράγμα σε αυτή τη δουλειά είναι να στήσεις μια σωστή ομάδα, να διοχετεύσεις τη δουλειά σου στα καταστήματα και να παραμείνεις επίκαιρη στην αγορά», τονίζει. Για την ίδια, μεγάλη σημασία έχει η ευγενής άμιλλα. «Είναι σημαντικό να βαδίζουμε με επίγνωση της εποχής στην οποία ζούμε, με σεβασμό στις διαφορετικές γενιές που συνυπάρχουν μαζί μας και εργάζονται σκληρά. Κάθε σχεδιαστής οφείλει να σέβεται τους προκατόχους του και τη νέα φρουρά και να νιώθει άνετα στο γενικότερο πλαίσιο, ώστε να μπορεί να εξελιχθεί», πιστεύει.
Παρόλο που η εταιρεία της βρίσκεται στη λίστα με τα πιο επιτυχημένα και επιδραστικά brands, κλείνοντας τα αυτιά στις «Σειρήνες» έχει καταφέρει να της ανήκει 100%, ενώ επιμένει να μη φτιάχνει περισσότερες από δύο συλλογές τον χρόνο. «Ό,τι κάνω βασίζεται στην έρευνα μαζί με την ομάδα μου», εξηγεί. «Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά η διαδικασία ανάπτυξης μιας συλλογής που ολοκληρώνεται σταδιακά και περιλαμβάνει πολλές δοκιμές και πειραματισμούς με νέες φόρμες, καθώς και τη μελέτη ιστορικών ενδυμασιών. Προτιμώ να δουλεύω τρισδιάστατα, παρά να ξεκινώ με σχέδια στο χαρτί. Έχοντας συνεχώς κατά νου το σώμα που θα φορέσει το ρούχο και τα συναισθήματα που ενδεχομένως θα προκληθούν από αυτή την εμπειρία, προσπαθώ να το εντάξω στη διαδικασία του σχεδιασμού όσο πιο νωρίς γίνεται».
Για κάθε ρούχο αφετηρία αποτελούν τα υφάσματα, ενώ εργάζεται με πάθος, βιώνοντας έντονα συναισθήματα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Της ζητώ να μου πει πώς αντιλαμβάνεται την εμπορικότητα. «Πιστεύω πως η εμπορικότητα πρέπει να εμπνέει τη δημιουργικότητα, αντί να την καταπνίγει. Όταν σχεδιάζω, το κάνω έχοντας κατά νου τους ανθρώπους γύρω μου – την οικογένεια, τους φίλους, την ομάδα μου. Όλοι τους είναι καταναλωτές. Στην προσπάθειά μου να διοχετεύσω ρομαντισμό στις συλλογές μου με τρόπο που θα μπορεί ο καθένας να τον υιοθετήσει, από τότε που άνοιξα τα δικά μου καταστήματα, το 2015, φροντίζω να έχω ακόμα πιο στενή επαφή με τους πελάτες μου. Αφουγκράζομαι τις ανάγκες τους με προσοχή και ενδιαφέρον».
Η συλλογή της για τον φετινό χειμώνα έχει τίτλο The Winter Roses. Από το πρώτο look μέχρι το τελευταίο προκαλεί στον θεατή μια διάθεση εξερεύνησης γύρω από την έννοια της ταυτότητας, την πνευματικότητα, τον δυναμισμό και την πρακτικότητα κάθε μοντέρνας γυναίκας. Όσο περισσότερο την παρατηρώ, τόσο θαμπώνομαι από την τεχνογνωσία και την ποικιλία των πολύτιμων υλικών που τη συνθέτουν. Η εκδοχή της Simone για τη θηλυκότητα κινείται μεταξύ καθωσπρεπισμού και μιας δόσης μελαγχολίας. «Δεν νομίζω πως θα έρθω ποτέ σε σύγκρουση με την αισθητική μου, παρότι με απασχολεί η εξέλιξή της και το πώς θα μορφοποιηθεί στο εγγύς μέλλον», λέει. «Υπάρχει πάντα μια ισορροπία κατά την ανάπτυξη των συλλογών, μια δημιουργική πρόκληση για το ταίριασμα της υπογραφής μου με νέες αναφορές».
Ομολογώ ότι είμαι εντυπωσιασμένος από τη θηλυκότητα που αποπνέουν οι δημιουργίες της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απουσιάζουν οι αναφορές στην ανδρική γκαρνταρόμπα. Μέσα από τις συλλογές της Rocha οι φαινομενικά εύθραυστες ηρωίδες της μεταμορφώνονται σε επαναστάτριες, με τα ρούχα να λειτουργούν ως πανοπλίες, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται η ευαισθησία που τις προσδιορίζει. «Πράγματι, αυτή τη φορά η συλλογή είναι αρκετά πιο δομημένη, κάπως σκληρή, με μια αίσθηση προστασίας», παραδέχεται.
Όσοι παρακολούθησαν τη διαδικτυακή επίδειξή της στον ναό St. John’s Hyde Park, βίωσαν την ιδέα της σταδιακής αποδόμησης της συλλογής, με σκοπό να διαφανεί η ευθραυστότητα της ψυχής και του σώματος όταν δεν προστατεύονται. Η τελευταία εμφάνιση αφορούσε μια ρεπλίκα της πρώτης, μόνο που το δερμάτινο σακάκι αντικαταστάθηκε από ένα όμοιο από τούλι, με απλικαρισμένα υφασμάτινα λουλούδια. «Με αυτόν τον τρόπο ήθελα να δώσω μια νέα διάσταση σε ένα διαδεδομένο και κλασικό κομμάτι, που είναι συνυφασμένο με τις μηχανές και την ταχύτητα, επαναπροσδιορίζοντάς το μέσα από μια πιο ήπια και ρομαντική εκδοχή», εξηγεί. «Στα ρούχα μου θέλω να υπάρχουν ένταση και ηρεμία σε ισορροπία. Άλλωστε, η δημιουργικότητα είναι ένα είδος αντίδρασης. Οι άνθρωποι από τη φύση μας προσπαθούμε να αναπτυχθούμε και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα».
Όσοι παρακολούθησαν τη διαδικτυακή επίδειξή της στον ναό St. John’s Hyde Park, βίωσαν την ιδέα της σταδιακής αποδόμησης της συλλογής, με σκοπό να διαφανεί η ευθραυστότητα της ψυχής και του σώματος όταν δεν προστατεύονται. Η τελευταία εμφάνιση αφορούσε μια ρεπλίκα της πρώτης, μόνο που το δερμάτινο σακάκι αντικαταστάθηκε από ένα όμοιο από τούλι, με απλικαρισμένα υφασμάτινα λουλούδια. «Με αυτόν τον τρόπο ήθελα να δώσω μια νέα διάσταση σε ένα διαδεδομένο και κλασικό κομμάτι, που είναι συνυφασμένο με τις μηχανές και την ταχύτητα, επαναπροσδιορίζοντάς το μέσα από μια πιο ήπια και ρομαντική εκδοχή», εξηγεί. «Στα ρούχα μου θέλω να υπάρχουν ένταση και ηρεμία σε ισορροπία. Άλλωστε, η δημιουργικότητα είναι ένα είδος αντίδρασης. Οι άνθρωποι από τη φύση μας προσπαθούμε να αναπτυχθούμε και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα».
Η Simone Rocha δεν αποκαλεί τον εαυτό της «φεμινίστρια», επειδή βρίσκει τον όρο διχαστικό. Δεν της αρέσει που πλέον πρέπει όλα να χαρακτηρίζονται και να μπαίνουν σε καλούπια. Είναι πιο χαρούμενη όταν σκέφτεται τους διάφορους ρόλους που υπηρετεί στην ίδια της τη ζωή – της μητέρας, της συζύγου, της τελειομανούς επαγγελματία. Τη ρωτώ πώς μπορεί κάποιος να διατηρεί την ευαισθησία του την ίδια στιγμή που είναι επαναστάτης και, όσο περιμένω την απάντησή της, συνειδητοποιώ πως κάπου ανάμεσα στη δραματικότητα των ιστορικών γαλλικών οίκων και στον μοντερνισμό που ασπάζονται οι γυναίκες ως ένα άλλο είδος τέχνης, βρίσκεται η δουλειά της Rocha, που πολύ συχνά εντάσσεται στην κατηγορία των συλλεκτικών ειδών – εξέλιξη που ενθουσιάζει τη σχεδιάστρια.
Η Simone Rocha δεν αποκαλεί τον εαυτό της «φεμινίστρια», επειδή βρίσκει τον όρο διχαστικό. Δεν της αρέσει που πλέον πρέπει όλα να χαρακτηρίζονται και να μπαίνουν σε καλούπια. Είναι πιο χαρούμενη όταν σκέφτεται τους διάφορους ρόλους που υπηρετεί στην ίδια της τη ζωή – της μητέρας, της συζύγου, της τελειομανούς επαγγελματία. Τη ρωτώ πώς μπορεί κάποιος να διατηρεί την ευαισθησία του την ίδια στιγμή που είναι επαναστάτης και, όσο περιμένω την απάντησή της, συνειδητοποιώ πως κάπου ανάμεσα στη δραματικότητα των ιστορικών γαλλικών οίκων και στον μοντερνισμό που ασπάζονται οι γυναίκες ως ένα άλλο είδος τέχνης, βρίσκεται η δουλειά της Rocha, που πολύ συχνά εντάσσεται στην κατηγορία των συλλεκτικών ειδών – εξέλιξη που ενθουσιάζει τη σχεδιάστρια.
«Η τέχνη και η μόδα αλληλοεπηρεάζονται και με τιμά που ο κόσμος αντιλαμβάνεται αυτά που προτείνω ως κάτι περισσότερο από ενδύματα. Η αλήθεια είναι πως δεν με ενδιαφέρουν τόσο οι εποχικές συλλογές όσο η διαχρονικότητα», εξηγεί και, μετά από μια βαθιά ανάσα, συμπληρώνει: «Μερικές φορές το πιο επαναστατικό πράγμα είναι να είσαι ο εαυτός σου και να παραμένεις πιστός στο όραμά σου. Η επανάσταση απαιτεί γενναιότητα. Ο ρομαντισμός εξερευνάται μέσα από τις συλλογές μου με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά και είναι κάτι επαναστατικό, γιατί πάει ενάντια στην πεζή πραγματικότητα. Ο ρομαντισμός είναι περίπλοκος και παίρνει διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τον άνθρωπο, τα βιώματά του, την περίοδο κ.λπ. Μου αρέσει να τον αντιπροσωπεύω σε αυτό το πλαίσιο. Δημιουργώ μια μοντέρνα μορφή ρομαντισμού, εξισορροπώντας τη θηλυκότητα με τη δομή του σώματος, τη χειροτεχνία και τους όγκους. Τα ρούχα αποτελούν την πιο δυνατή αφήγηση της προσωπικότητας του ατόμου, την ίδια στιγμή που αντανακλούν ευρύτερες πτυχές της καθημερινότητάς μας».
Κατά την περίοδο της πανδημίας η Ιρλανδή σχεδιάστρια ήταν πολυάσχολη. Δημιούργησε δύο συλλογές για την H&M, επεκτείνοντας τη συνεργασία τους, ούσα έγκυος στο δεύτερο παιδί της. «Ήταν πραγματική δοκιμασία που απαιτούσε πρακτική σκέψη και συγκέντρωση, ώστε να βρω τον τρόπο να αντεπεξέλθω στα μητρικά και τα επαγγελματικά μου καθήκοντα. Ήταν αρκετά δύσκολο να μεταφέρω το συναίσθημα της συλλογής διαδικτυακά, ειδικά επειδή ο τρόπος που εργάζομαι είναι καθ’ όλα απτός, όμως τα κατάφερα. Η χρήση των μέσων δικτύωσης όπως αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο του εγκλεισμού στο σπίτι, λειτούργησε εν τέλει θετικά ως προς την επικοινωνία όσων ήθελα να πω. Χρειάστηκε να είμαι ανοιχτόμυαλη και να αποδεχθώ τους νέους τρόπους σκέψης και εργασίας», λέει.
Μεταξύ άλλων, εκείνη την περίοδο τα σχολεία ανέστειλαν τη λειτουργία τους και η Simone ανέλαβε την κατ’ οίκον εκπαίδευση της πρωτότοκης κόρης της, γεγονός που φαίνεται ότι την ενέπνευσε σχεδιαστικά. Η ιδέα της σχολικής στολής ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής σε πολλά από τα ρούχα της συλλογής The Winter Roses. Το σίγουρο είναι πως τίποτα δεν στάθηκε εμπόδιο στη δημιουργικότητα και την ικανότητά της να εμφυσά συναισθηματισμό στα ρούχα της. Είτε διά ζώσης είτε ψηφιακά, το χειροκρότημα έχει ακριβώς τον ίδιο ήχο.

A ROMANTIC REBEL: Simone Rocha talks to Filep Motwary in Vogue Greece January / February 2022 double issue issue

  • SHARE
SHORT BIO

The designer, known for her signature sense of subversive femininity, has become a staple at London Fashion Week, with stores on both sides of the Atlantic and stockists that include Matches Fashion, Bergdorf Goodman and Saks Fifth Avenue.

The Irish designer made her debut at London Fashion on-schedule with Fashion East in 2010, the same year she graduated from the acclaimed fashion MA at Central Saint Martins. Prior to that, she completed her BA at The National College of Art and Design in Dublin.

She is the daughter of Hong Kong-born, Dublin-based designer John Rocha. Odette, her mother, is John’s manager. While she followed her father’s footsteps in becoming a designer, Rocha has made a name for herself with her unique aesthetic that is sharper and more minimal than her father’s, and often incorporates clean colour palettes and experimental fabrics, such as wrapped cellophane and heavily embroidered lace.

Rocha’s tomboy-feminine collections have since gained much traction, particularly with renowned stockists like Dover Street Market in London and Ginza, Ikram in Chicago, 10 Corso Como in Milan and Seoul, and previously Colette in Paris. In August 2015, Rocha opened her first store in London on Mount Street. The store interiors feature Rocha’s signature furniture and handmade sculptures. The following year, she opened her first US store in Soho, New York.

In February 2018, Rocha presented her first collection during Milan Fashion Week as creative director for Moncler as part of the Genius Group.

Accolades have included the British Fashion Awards for Emerging Talent, Ready-to-Wear in 2013 and The New Establishment Award (2014). Most recently at the 2016 Fashion Awards, Rocha received the British Womenswear Designer Award as well as the 2016 Harper’s Bazaar Designer of Year Award. For AW19, she was featured in Vogue.com’s Top Ten Shows for the seventh consecutive season.