OLIVIER ROUSTEING

Interview by Filep Motwary for Vogue Greece, published  December 2020.

Χωρίς να μπορούν να ακολουθήσουν το σύνηθες πρόγραμμά τους για τουλάχιστον ένα εξάμηνο, οι σχεδιαστές μόδας αφέθηκαν για πρώτη φορά σε αυτά που θα έφερνε ο χρόνος. Αν και τίποτα δεν άλλαξε σε σχέση με την περίοδο διεξαγωγής των fashion weeks, εντούτοις η πανδημία δεν άφησε χώρο για προγραμματισμό, αφού όλα μπορούσαν να ανατραπούν από τη μία στιγμή στην άλλη. Η βιομηχανία της μόδας βίωσε και βιώνει μια κρίση ταυτότητας και άμεσης ανάγκης επαναπροσδιορισμού των αξιών της, αλλά, παρά το αρχικό σοκ, για τους περισσότερους αυτή η παύση ήταν ωφέλιμη. Μέσα στη νέα συνθήκη η δημιουργικότητα, που κάποια στιγμή έφτασε να μοιάζει μάταιη, βρήκε τη χαραμάδα για να λάμψει.

Το πιστεύει βαθιά ο 34χρονος Γάλλος Olivier Rousteing, επικεφαλής σχεδιαστής του οίκου Balmain, ο οποίος ένιωσε από μικρός την καταλυτική δύναμη της ομορφιάς. Τελειώνοντας το σχολείο, φοίτησε στην ESMOD (École Supérieure des Arts et Techniques de la Mode) και σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του άρχισε να εργάζεται ως junior σχεδιαστής στον Roberto Cavalli, όπου σύντομα τέθηκε επικεφαλής του γυναικείου τμήματος. Το 2009 προσλήφθηκε από τον Balmain, ως δεξί χέρι του τότε δημιουργικού διευθυντή του, Christophe Decarnin, τον οποίο και διαδέχθηκε το 2011, κατακτώντας παράλληλα μια σπουδαία διάκριση: μόλις 25 ετών, έγινε ο δεύτερος νεαρότερος επικεφαλής σχεδιαστής οίκου μόδας, μετά τον Yves Saint Laurent, ο οποίος ήταν μόνο 21 όταν ανέλαβε τον Dior, το 1949.
Η συνέχεια ήταν καταιγιστική. Μέσα σε μία δεκαετία έφερε τον αέρα της αλλαγής που ο Balmain είχε ανάγκη, προκαλώντας επανάσταση με την baroque αισθητική του. Ο οίκος ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο και εξελίχθηκε σε έναν από τους επιδραστικότερους της εποχής μας, μπαίνοντας δυναμικά στην ψηφιακή εποχή, με τους ακολούθους του στο Instagram να ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια. Το εκλεπτυσμένο στιλ και η προοδευτική προσέγγιση του Rousteing άνοιξαν τον δρόμο για συνεργασίες με κολοσσούς όπως η H&M και η Puma, πάντα σε συνδυασμό με ένα πελατολόγιο που περιλαμβάνει ονόματα όπως των Kim Kardashian, Kanye West, Beyoncé και Jay-Ζ. Κι επειδή αυτό που κάνει μια επωνυμία να διαφέρει από τις άλλες είναι η δυναμική της υπογραφής του δημιουργού της, η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε ως αποτέλεσμα μιας έξυπνης στρατηγικής από τον ίδιο τον σχεδιαστή, που πέρα από καλλιτεχνική φύση είναι και πανέξυπνος επιχειρηματίας.

Η ικανότητά του, άλλωστε, να αφουγκράζεται τις ανάγκες του κοινού είναι ένας από τους λόγους που κάνουν τις συλλογές Balmain ανάρπαστες. «Προσπαθώ να είμαι ανοιχτός στην κριτική και να ακούω τον κόσμο», εξηγεί. «Μαζί μπορούμε να καταφέρουμε πολλά. Γι’ αυτό ξεκίνησα και το #BalmainEnsemble. Για να πετυχαίνουμε καλές πωλήσεις πρέπει να έχουμε ένα όραμα που το κοινό να μπορεί να οικειοποιηθεί με ευχαρίστηση». Επινοώντας τον όρο Balmain Army προκάλεσε τη λατρεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ αγκάλιασε τη δυναμική του streetwear σαν «νοοτροπία».
Όπως λέει, «υπάρχουν πολλοί που είναι αντίθετοι με αυτό που προτείνουμε. Αυτό όμως σημαίνει πως η φωνή μας είναι δυνατή». Θεωρεί πως ο λόγος που αρκετοί σχεδιαστές έχουν σύντομη καριέρα στους μεγάλους οίκους οφείλεται στη δυσκολία τους να κατανοήσουν τον παλμό της εποχής μέσα στην οποία ζουν. Επίσης, οι ιδέες τους δεν ανταποκρίνονται στη φιλοσοφία του brand που καλούνται να αναβιώσουν. «Στον Balmain έχω την ελευθερία να είμαι ο εαυτός μου, ενώ από την πλευρά μου αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούν. Ολόκληρη η ομάδα, από τον διευθύνοντα σύμβουλο μέχρι τους μετόχους, είμαστε τολμηροί. Αγκαλιάζουμε το παρόν και βλέπουμε μακριά. Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι ακόμα εδώ, επειδή απολαμβάνω την κάθε μέρα και σκέφτομαι το μέλλον χωρίς να το φοβάμαι», εξομολογείται.

Ανατρέχοντας στην απότομα ανοδική πορεία του, σε σχέση με τον όγκο της ευθύνης που ανέλαβε σε ηλικία 25 ετών, σκέφτομαι πως αυτό που τον προστάτευσε ήταν η αφέλεια της ηλικίας, αφού με το ντεμπούτο του κιόλας κατέστησε σαφές πως κάθε άλλο παρά μινιμαλιστής είναι. «Ναι, στόχος μου ήταν το εντυπωσιακότερο αποτέλεσμα», λέει. «Ζώντας στο Παρίσι, πηγές έμπνευσής μου ήταν προσωπικότητες όπως ο Yves Saint Laurent, ο Karl Lagerfeld, ο Pierre Balmain, ο Versace, ο Tom Ford – για τη μαξιμαλιστική τους προσέγγιση στη μόδα και για τον υπερβολικό τρόπο ζωής τους. Φυσικά και μπορούσα να κάνω ένα μινιμαλιστικό σόου, όμως δεν θα αρκούσε για να δείξω την πολυτέλεια που συμβολίζει το Παρίσι. Όταν ξεκίνησα, η πόλη ήταν θλιμμένη. Είχαμε μόλις ξεπεράσει την οικονομική κρίση, υπήρχε η λογική του less is always more και ήθελα να το αλλάξω. Μέσα σε αυτό το κλίμα παρουσίασα την παρθενική μου συλλογή, την οποία ο κόσμος αγκάλιασε για τη ζωντάνια της. Μετά από τρία χρόνια ένιωσα πως ένας πρώτος κύκλος, το να σχεδιάζω κομμάτια πολυτελείας και μόνο, είχε κλείσει. Άρχισα τότε να φτιάχνω ρούχα με όραμα, θέλοντας να καλύψω την απουσία πολυμορφίας στη μόδα».
Τι ακριβώς εννοεί μιλώντας για όραμα; «Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τη σημασία του τίτλου Creative Director, μέχρι που κλήθηκα να συμπεριφερθώ ως τέτοιος», εξηγεί. «Είχα την εντύπωση πως σήμαινε να είμαι ένας φοβερός σχεδιαστής και ότι αυτό ήταν αρκετό. Όμως πρόκειται για μια λανθασμένη αντίληψη, αν και βρίσκεται κοντά στην αλήθεια. Είναι γεγονός πως ονειρευόμουν να γίνω μεγάλος σχεδιαστής, με κατασκευαστικές γνώσεις και την ευθύνη μιας επιτυχημένης επίδειξης – αυτά είναι τα καθήκοντα του καθενός στη θέση μου. Ο Creative Director όμως πρέπει να βλέπει πέρα από τα ρούχα, να είναι ικανός να προκαλέσει μια αλλαγή. Αν θέλεις να περάσεις το μήνυμά σου, μπορείς να το κάνεις μόνο αν έχεις όραμα. Και δεν αναφέρομαι στις τάσεις της μόδας».

Η επιτυχία συμβαδίζει με το ρίσκο, που όμως για τον καθένα είναι διαφορετικό, παρατηρώ. «Σε ό,τι με αφορά, οι πιο τολμηρές μου κινήσεις είναι τρεις», απαντά. «Η πρώτη αφορά τη σχέση μου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ήμουν ο πρώτος σχεδιαστής με λογαριασμό στο Instagram και γινόμουν συχνά επίκεντρο κριτικής, ότι πρόβαλλα συνεχώς τον εαυτό μου, κάτι καθόλου κομψό και αντίθετο με αυτό που αντιπροσωπεύει ο οίκος για τον οποίο εργάζομαι. Τους απαντούσα πως η δική μου αισθητική αγκαλιάζει όλες τις απόψεις. Το δεύτερο ήταν η επιμονή μου για τη διαφορετικότητα και η προβολή της μέσα από τη δουλειά μου. Ζητούσα από τα πρακτορεία κορίτσια όλων των εθνικοτήτων και των χρωμάτων, αλλά δεν υπήρχαν αρκετά μοντέλα με διαφορετικές προδιαγραφές από τις συνηθισμένες. Ήταν πραγματικά ταμπού. Το τρίτο αφορά τα Insta-girls με τα οποία είχα συνδέσει τις συλλογές μου – άλλο ένα θέμα που χρειάστηκε χρόνος για να γίνει αποδεκτό. Σήμερα αποτελεί κοινό τόπο».
Αν και αναφέρεται σε μια κοντινή εποχή, είναι αλήθεια ότι ο κόσμος έβλεπε μόνο αυτά που συνέβαιναν μπροστά στις κάμερες. Αλλά o Rousteing ήθελε να μιλήσει και για τα υπόλοιπα που συνθέτουν τον μαγικό του κόσμο: τα παρασκήνια, την επίπονη διαδικασία δημιουργίας των συλλογών, τους ανθρώπους που δουλεύουν πίσω από τα φώτα. Αυτό που θέλησε πρωτίστως να προβάλει ήταν η μόδα πέρα από το ελεγχόμενο πλαίσιο αφήγησής της, ώστε να τη δούμε όλοι μέσα από τα δικά του μάτια.
Στην πράξη, ο ίδιος κάθε καινούργια σεζόν επιδίδεται σε ένα παιχνίδι ισορροπίας μεταξύ της αναγνωρίσιμης υπογραφής του και των καινούργιων ιδεών που θα διατηρήσουν την αίγλη του οίκου και θα δημιουργήσουν την ανάγκη σε νέους πελάτες να ντυθούν με τις δημιουργίες του. Στην προσπάθειά του να απαριθμήσει τα χαρακτηριστικά του brand, ανατρέχει σε παραδείγματα του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Pierre Balmain. «Η θεωρία μας περί δημιουργικότητας είναι ευρεία. Ένα μαύρο tailoring κοστούμι Balmain μπορεί να θεωρηθεί υψηλών προδιαγραφών λόγω της ραφής του, έστω κι αν το πιο εντυπωσιακό του στοιχείο είναι τα χρυσά κουμπιά», τονίζει. «Ο Pierre Balmain έντυνε γυναίκες όπως η Josephine Baker, η Audrey Hepburn, η Dalida ή η Brigitte Bardot, όλες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό κάνω κι εγώ. Μπορώ να ντύσω από την Πρώτη Κυρία της Γαλλίας και τη Michelle Obama μέχρι τη Cindy Crawford και την Kim Kardashian. Μπορώ να φτιάξω ένα βραδινό φόρεμα με την ίδια αγάπη και προσοχή όπως θα έκανα με ένα double-breasted σακάκι. Αυτές οι αξίες είναι προϋπόθεση για να ενταχθείς στον κόσμο του Balmain».
Η συνειδητοποίηση του μεγέθους της ευθύνης του ήρθε περί τα τέλη του 2013, όταν άρχισε να ντύνει τη Rihanna. Θυμάται πως ο κόσμος αντιμετώπιζε διστακτικά το πάντρεμα της μόδας με τη hip-hop σκηνή. Αυτή η εξέλιξη ήταν και η απελευθέρωση από ό,τι τον εμπόδιζε να είναι ο εαυτός του. «Το να ευχαριστήσω τον χώρο μας δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός», παραδέχεται. «Πρωτίστως με ενδιαφέρει να κρατώ ευχαριστημένους τους πελάτες μας». Αποκαλύπτει, δε, πως υπάρχουν στιγμές που νιώθει ότι βάλλεται από παντού. «Η νεαρή μου ηλικία, η ποπ κουλτούρα την οποία στηρίζω, οι φίλοι μου και η ζωή μου γενικότερα πολλές φορές πυροδοτούν σχόλια και κάποιοι με τοποθετούν σε κουτιά – όπως γίνεται πάντα σε αυτή τη χώρα άλλωστε. Θα συνεχίσω όμως να τους υπενθυμίζω ότι είμαι Γάλλος –ίσως ένα διαφορετικό είδος Γάλλου από αυτό που ο κόσμος θέλει να δει– και πως αυτό που κάνω είναι βασισμένο στη χώρα όπου έχω μεγαλώσει. Η Γαλλία είναι κάτι περισσότερο από μια μαρινιέρα και ένα τζιν, και η υπάρχουσα νοοτροπία δεν είναι καθόλου χρήσιμη για τις γενιές που έρχονται», πιστεύει.

Σε προσωπικό επίπεδο δεν παύει να αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τις ρίζες και το δικαίωμα του καθενός να ανήκει σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο. Μια αναζήτηση που τον οδήγησε σε άλλα καλλιτεχνικά μονοπάτια, με μεγάλη επιτυχία μάλιστα: λίγες μέρες πριν από την Εβδομάδα Μόδας του περασμένου Μαρτίου, το αυτοβιογραφικό φιλμ με τίτλο Wonder Boy και πρωταγωνιστή τον ίδιο τιμήθηκε με το βραβείο César στην κατηγορία Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Όντας ένα μαύρο παιδί, υιοθετημένο από λευκούς και μεγαλωμένο στο συντηρητικό Μπορντό, ο Rousteing άρχισε κάποια στιγμή να ψάχνει τη βιολογική του μητέρα.
«Επί 34 χρόνια δεν γνώριζα κάτι σχετικό με την καταγωγή μου ούτε τους λόγους για τους οποίους με εγκατέλειψε η μητέρα μου όταν ήμουν μωρό. Στην πορεία έμαθα πως όταν γεννήθηκα ήταν μόλις 14 ετών. Αυτή η αναζήτηση μου υπενθύμισε ότι ζούσα ρομποτικά. Ενστικτωδώς ένιωθα κάποια πράγματα, δεν ήμουν όμως σίγουρος για το ποια ήταν στ’ αλήθεια η ιστορία μου», αποκαλύπτει. «Στα δύο χρόνια που διήρκεσαν τα γυρίσματα, γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. Ένιωσα περηφάνια για την καταγωγή μου – είμαι μισός Αιθίοπας και μισός Σομαλός. Μεγάλωσα σαν Γάλλος και αυτός είναι ο πολιτισμός που γνωρίζω, αγαπώ και στον οποίο ανήκω. Ταυτόχρονα είμαι περίεργος να μάθω περισσότερα για την Αιθιοπία και τη Σομαλία. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τη φωνή μου και να απαντήσω σε ερωτήματα που ποτέ πριν δεν είχα θέσει στον εαυτό μου και αφορούν και άλλους – σχετικά με τη σημασία τού να είσαι Γάλλος και σχεδιαστής στις μέρες μας και ταυτόχρονα να αναζητάς τις ρίζες σου. Η ταινία δεν αφορά τη μόδα, αλλά έναν άνθρωπο που εργάζεται σε αυτήν. Διηγείται μια πραγματική ιστορία, γεμάτη συναίσθημα».
Κατά την παρουσίαση της συλλογής του για τον χειμώνα που διανύουμε, εκτός από ένα εξαιρετικό καστ με γυναίκες όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων που αποτελούν το φετινό Balmain Army –από την Helena Christensen, την Julia Stegner, την Esther Canadas και την Erin Wasson μέχρι νεαρά μαύρα και λευκά μοντέλα–, όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του ήταν εμφανή. Οι σιλουέτες στροβιλίζονταν σε στρώσεις από ντραπαρισμένο σατέν ζέρσεϊ, ενώ άλλες τονίζονταν από δερμάτινους κορσέδες σμιλεμένους στα σώματα των κοριτσιών, θυμίζοντας τη συνεργασία του Yves Saint Laurent και της Claude Lalanne το 1969. Τα κασμιρένια παλτό, οι υπερμεγέθεις βερσιόν του Le Smoking, οι καπιτονέ κάπες, οι τετραγωνισμένοι ώμοι και τα πλεκτά με τα έντονα prints αποτύπωναν ανάγλυφα την κεντρική ιδέα του σχεδιαστή γι’ αυτή τη σεζόν.
Στον χώρο που ετοιμάστηκε για τους φωτογράφους, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στους τόνους του πορτοκαλί, του ινδικού ροζ, του φούξια και του μπεζ της Σαχάρας, ιδανικό φόντο για να αναδειχθούν οι δημιουργίες του, που αποκωδικοποιούν τη γαλλική ραπτική κληρονομιά της δεκαετίας του ’80. Η δική του προφορά σε αυτήν παρεκκλίνει από την ιεραρχία, καθώς τα περισσότερα ρούχα του προσεγγίζουν την υψηλή ραπτική. Κάτι που κάνει ο Rousteing σε όλη τη θητεία του στον Balmain, φλερτάροντας απροκάλυπτα με την couture. «Ναι, μου αρέσουν οι τονισμένοι ώμοι, γιατί πιστεύω σε ισχυρές γυναίκες και άνδρες», λέει. «Ένας από τους λόγους που καταφεύγω στη χειροτεχνία είναι ακριβώς επειδή θέλω να διασφαλίσω ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα θυμούνται αυτό το brand name. Η δεξιοτεχνία δεν είναι αρκετή από μόνη της για να είσαι διαχρονικός. Ο οίκος μας εξελίσσεται συνεχώς.

Όταν ο Pierre Balmain δημιουργούσε τη συλλογή Jolie Madamme, το 1945, ο κόσμος διήνυε μια έντονη περίοδο. Οι αξίες που συνθέτουν από τότε τη φιλοσοφία Balmain είναι μια ευρεία αντίληψη του savoir faire και ο συνεχής αγώνας για επιβίωση με σύμμαχο την ελευθερία. Αυτό θέλω να αποπνέουν οι συλλογές μου – δεν ντρέπομαι να το πω. Δημιουργώ ρούχα που κινούνται στα όρια της υψηλής ραπτικής και μου αρέσει η ιδέα να καταλήξουν σε κάποια έκθεση ή σε ένα βιβλίο ως δημιουργίες άξιες μελέτης και θαυμασμού. Δεν είμαι σίγουρος ότι ένα φούτερ ή ένα Τ-shirt είναι αρκετά για να μείνουν στην ιστορία».

Balmain’s Olivier Rousteing by Filep Motwary was published in the December 2020 hard-print issue of Vogue Greece.

  • SHARE
SHORT BIO

Olivier Rousteing (French: [ɔlivje ʁustɛ̃]; born 13 September 1985) is a French fashion designer. He has been the creative director of Balmain since 2011.