KIM JONES | FENDI

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ανδρικής συλλογής του Dior στο Παρίσι και ο σχεδιαστής γυναικείων ενδυμάτων του Fendi στη Ρώμη είναι το ίδιο πρόσωπο. Από την πρώτη κιόλας συλλογή του για τον γαλλικό οίκο, ο Βρετανός Kim Jones φάνηκε να έχει μεγάλη απήχηση στο γυναικείο κοινό, οπότε δύο χρόνια αργότερα, όταν εν μέσω πανδημίας προέκυψε η ευκαιρία να αναλάβει τη γυναικεία σειρά της ιταλικής φίρμας, την άδραξε χωρίς δεύτερη σκέψη, αδιαφορώντας για τον πρόσθετο φόρτο εργασίας.
Ο οίκος Fendi, παρά το βάρος της κληρονομιάς του, υπήρξε λιγότερο προβλέψιμος από τα άλλα μεγάλα brands πολυτελείας. Τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του κατείχε από το 1965 –και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2019– ο Karl Lagerfeld, στον οποίο είχε ζητηθεί αρχικά να αναβιώσει τη συλλογή του από γούνες. Περίπου μία δεκαετία αργότερα, ο ίδιος ανέλαβε και το prêt-à-porter, με τεράστια επιτυχία. Ο Γερμανός δημιουργός έχει δικαίως χαρακτηριστεί μία από τις μεγαλύτερες διάνοιες στην ιστορία της μόδας, αφού επρόκειτο για μια αναγεννησιακή προσωπικότητα που πίστευε βαθιά στο «anything is possible». Πέρα από την αξιοσημείωτη θητεία του στον οίκο Chanel, εκτοξεύοντας στα ύψη τη δημοτικότητα και τις πωλήσεις του, κατά τη διάρκεια της μακράς του καριέρας εργάστηκε για πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους brands, όπως Pierre Balmain, Jean Patou, Krizia, Charles Jourdan, Tiziani, Valentino, Chloé και σε πολλά άλλα που δεν έμαθε ποτέ κανείς, καταφέρνοντας χάρη στο ταλέντο, στις γνώσεις και στη σχεδιαστική του ευφυΐα να υπηρετεί μέχρι και τρεις οίκους ταυτόχρονα! Ο Jones, πάλι, του οποίου η πορεία είναι επίσης αξιοθαύμαστη, θυμίζει τον προκάτοχό του στον Fendi, όχι λόγω κοινής αισθητικής –γιατί δεν θα ήταν αλήθεια αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο–, αλλά για την τόλμη και την προσήλωση στον στόχο του. Όπως ο Lagerfeld, έτσι και ο Jones είναι μια «μηχανή» που συνεχώς εργάζεται, προγραμματίζοντας το επόμενο βήμα του. Επωνυμίες όπως Hugo Boss, Mulberry, Iceberg, Dunhill, Louis Vuitton και η σειρά Pastelle του Kanye West είναι μερικά από τα brands με τα οποία συνέδεσε το όνομά του, αποσπώντας ουκ ολίγες φορές τιμητικές διακρίσεις. Κατά τον ίδιο, το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στην περιέργεια που έχει κάποιος να ανακαλύψει τον κόσμο και στην αντίδρασή του στις αλλαγές που συμβαίνουν.

Έχουν ήδη περάσει δύο χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων του στον Fendi, όμως ο ίδιος νιώθει σαν την πρώτη μέρα. «Με το που πήγα στον Fendi, ξεκίνησα χωρίς δεύτερη σκέψη να δουλεύω με την καινούργια μου ομάδα. Αν και οι ρυθμοί ήταν πολύ γρήγοροι, τα πάντα λειτούργησαν τέλεια. Αυτό που χαρακτηρίζει έναν ιταλικό οίκο όπως ο Fendi, είναι οι οικογενειακοί δεσμοί και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του. Αυτός είναι πράγματι ένας υγιής τρόπος για να εξελιχθούν τα πράγματα, πάντα σε συνδυασμό με τη δημιουργικότητα», μου λέει. Με ενδιαφέρει να μάθω ποια είναι η σχέση του με τη γυναικεία γκαρνταρόμπα –κάτι στο οποίο δεν ειδικευόταν πριν πάει στον Fendi– και από τι εμπνέεται. «Αυτό που είναι ενδιαφέρον όταν πρόκειται για γυναικεία ρούχα, είναι η τεράστια ποικιλία των επιλογών και των δυνατοτήτων που προκύπτουν κατά τη δημιουργία τους», απαντά. «Δεν επικεντρώνομαι μόνο σε έναν τύπο γυναίκας, δεν θα μπορούσα άλλωστε. Συναναστρέφομαι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους και με εμπνέουν όλες! Θέλω να ντύσω τις σύγχρονες γυναίκες με τη δική μου εκδοχή του Fendi. Πιστεύω στην οικογένεια ως κάτι ιδανικό που ενισχύεται από μια πληθώρα αξιών, καθώς και από τη γνώση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Κύριος στόχος μου είναι να κρατήσω ζωντανή αυτή τη φιλοσοφία. Αυτός ήταν και ο λόγος που, πέρα από τη Silvia Venturini Fendi, ήθελα στο πλάι μου και την κόρη της, την Delfina, να συμμετάσχει στην προσπάθεια μετάβασης του οίκου στη νέα του εποχή».

Οι προπαππούδες της Delfina Delettrez Fendi, Adele και Edoardo Fendi, ήταν εκείνοι που ίδρυσαν το 1925 στη Via del Plebiscito της Ρώμης την εταιρεία, η οποία ειδικευόταν στις γούνες και στα είδη ταξιδίου. Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε το 1946, όταν την ανέλαβαν οι κόρες τους, Paola, Anna –η μητέρα της Silvia–, Franca, Carla και Alda, πέντε διαφορετικές προσωπικότητες που συγκρότησαν μια «μητριαρχική συμμαχία». Όταν τα σκήπτρα πήρε ο Karl Lagerfeld, δεν ήθελε να παρακάμψει αυτή την τόσο ιδιαίτερη παράμετρο, που χαρακτηρίζει εξάλλου ολόκληρη τη φιλοσοφία Made in Italy. Αντίθετα, την ανέδειξε ως το σημαντικότερο στοιχείο της εξέλιξης του brand. Το ίδιο κάνει σήμερα ο Kim Jones. «Στον πυρήνα της δουλειάς μου για τον Fendi βρίσκεται η επιθυμία μου να γιορτάσω και να ενισχύσω τη δύναμη της θηλυκότητας», εξηγεί. «Στον χώρο εργασίας μου περιβάλλομαι από καταπληκτικές γυναίκες και απολαμβάνω να ακούω τις ιστορίες τους και να μαθαίνω νέα πράγματα μέσα από τη συνεργασία μαζί τους. Αφουγκράζομαι τις όποιες ανάγκες τους και ανταποκρίνομαι σε αυτές. Πρόκειται για πνευματώδεις γυναίκες που εργάζονται σκληρά, έχουν έντονη κοινωνική ζωή και τη δική τους οικογένεια. Στο μυαλό μου ο όρος “συλλογή” είναι συνυφασμένος με τις γυναίκες της ευρύτερης “οικογένειας Fendi”, τις ενδυματολογικές προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής τους. Καθώς σχεδιάζω, λοιπόν, η φαντασία μου εστιάζεται σε ιδέες που θα κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη και πιο ευχάριστη».

Τον ρωτώ για τη σημασία του savoir faire στη δουλειά του για τον Fendi και πώς αυτό απηχεί την προσωπική δημιουργική του προσέγγιση σε μια περίοδο που η μόδα οδεύει προς ένα πλήρως ψηφιοποιημένο μέλλον, το οποίο οφείλει ωστόσο να είναι βιώσιμο προς όφελος του πλανήτη. «Η χειροτεχνία στον οίκο είναι υψίστης σημασίας και είναι σπουδαίο να γνωρίζεις ανθρώπους που φτιάχνουν πράγματα ανεκτίμητης αξίας, με τα χέρια τους να αποτελούν το μοναδικό τους εργαλείο», μου λέει με πάθος. «Σε μια πρώτη ανάγνωση, η ψηφιακή τεχνολογία και η δεξιοτεχνία φαίνεται να είναι αντίθετες έννοιες, αλλά στην πραγματικότητα αλληλοσυμπληρώνονται. Στον Fendi μάς ενδιαφέρει το ανθρώπινο άγγιγμα και το πώς η τεχνολογία μπορεί να το εξελίξει με τον πιο ωφέλιμο τρόπο. Θέλω ο κόσμος να γνωρίζει όλα όσα κάνουμε με κάθε λεπτομέρεια. Μπορείς να αγαπήσεις ένα ρούχο μόνο αν κατανοήσεις τον κόπο που κρύβεται πίσω του, την αγάπη των ανθρώπων για την τέχνη τους και τη γνώση που διατηρείται για πολλές γενιές ως επτασφράγιστο μυστικό. Ο Fendi έχει μια πλούσια ιστορία, με χιλιάδες διαχρονικά σχέδια που εξυμνούν την πολυτέλεια, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχεια του ταξιδιού μας στη μόδα. Είναι πολύ σημαντικό να σεβόμαστε οτιδήποτε προϋπήρχε, ειδικά όταν πρόκειται για ένα τόσο μεγάλο όνομα, ένα ορόσημο στη βιομηχανία της μόδας». Είναι σαφές πως για τον ίδιο δεν έχει σημασία το κόστος ενός πράγματος, αλλά η ποιότητα, η οποία ορίζεται από την ψυχή που θα του εμφυσήσει εκείνος που το φτιάχνει με τα χέρια του. Η τέχνη είναι που μας συγκινεί, και στη μόδα πολλά γίνονται πρωτίστως για την ομορφιά και μετά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Η ενασχόληση του Kim Jones με τη μόδα ήταν η μοναδική του διέξοδος προκειμένου να οικοδομήσει ένα προσωπικό δημιουργικό σύμπαν, μέσα στο οποίο θα χωρούσαν όλα όσα του άρεσαν ως παιδί – κάτι που θεώρησε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει ως φωτογράφος ή γραφίστας, για παράδειγμα. Εκείνο που τον τράβηξε είναι η πολυδιάστατη φύση της και το ότι σε αυτήν περιλαμβάνονται επίσης η ιστορία, ο κινηματογράφος, η φωτογραφία, η μουσική… Η μαγεία της, μου λέει, του αποκαλύφθηκε στην τρυφερή ηλικία των 14 ετών, όταν η μεγαλύτερη αδελφή του του έδωσε μια στοίβα με i–D, περιοδικό που τον εντυπωσίασε με το περιεχόμενό του και αμέσως ένιωσε πως ήθελε να γίνει μέρος αυτού του κόσμου. Γι’ αυτή του την επιλογή δεν είναι τυχαίες οι διαφορετικές επιρροές που δέχτηκε μεγαλώνοντας, καθώς, έχοντας χάσει τη μητέρα του σε πολύ μικρή ηλικία, περνούσε μεγάλο μέρος των διακοπών του με τον γεωλόγο πατέρα του σε άγονους τόπους, όπου εκείνος εργαζόταν σε αρδευτικά έργα σε περιοχές με πρόβλημα προσβασιμότητας σε καθαρό νερό – στον Ισημερινό, στην Κένυα, στην Μποτσουάνα, στην Αιθιοπία… Τελειώνοντας το σχολείο, σπούδασε στο Central Saint Martins, όπου είχε δασκάλα τη θρυλική Louise Wilson, που έφυγε από τη ζωή το 2014. Μαθητές της υπήρξαν επίσης ο Christopher Kane, η Phoebe Philo, ο Jonathan Saunders και ο Erdem Moralioglu, μεταξύ άλλων. Την καριέρα του την ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σε πολύ λίγο χρόνο έγινε γνωστός για την ικανότητά του να συνδυάζει ασύμβατα μεταξύ τους υλικά, δημιουργώντας συναρπαστικά υβριδικά ρούχα και αναβιώνοντας με μοναδικό τρόπο τη δεκαετία του ’90 μέσα από αναφορές στη rave μουσική σκηνή και στις εμπειρίες του από το λονδρέζικο clubbing. Η δική του επωνυμία –την οποία ανέστειλε το 2008 μετά την πρόσληψή του από την εταιρεία Dunhill– σηματοδότησε αναμφισβήτητα το ξεκίνημα του trend με τα αθλητικά είδη πολυτελείας, που έφτασε στο απόγειό του κατά το lockdown. Την ίδια χρονιά, το 2020, του απονεμήθηκε την ημέρα των γενεθλίων του ο τίτλος του αξιωματικού του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (OBE) για τις υπηρεσίες του στη μόδα.

H καλοκαιρινή prêt-à-porter συλλογή Fendi, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, διαθέτει έντονο χρώμα, κυρίως στα αξεσουάρ, που σε συνδυασμό με τη σχεδιαστική ωριμότητα των ρούχων καταφέρνουν να δώσουν μια φρέσκια διάσταση στον οίκο. Φλούο πράσινο, μπλε και φλογερό κόκκινο έδωσαν μια εντελώς διαφορετική νότα σε αυτήν, σε σύγκριση με την άλλοτε ουδέτερη παλέτα, απολύτως συνδεδεμένη με το brand. Οι γνωστές τσάντες Peekaboo επανεμφανίστηκαν με αλυσίδες-ιμάντες, ενώ οι μικροσκοπικές Fendi–First έχουν λεπτές αλυσίδες που τυλίγονται στο χέρι ως κοσμήματα. Η έμφαση στο σώμα ήταν εμφανής, όπως επίσης οι επιρροές από το ανδρικό tailoring, με τον μινιμαλισμό –κυρίαρχη τάση της δεκαετίας του ’90– να αποτελεί την κυριότερη πηγή έμπνευσης τόσο στα μήκη όσο και στην εφαρμογή των ρούχων. «Η συλλογή αυτή πραγματεύεται την έννοια της συνέχειας, καθώς με ενδιέφερε να μελετήσω τις υπέροχες δημιουργίες του Karl Lagerfeld και να εξετάσω πώς θα μπορούσαμε να τις αναπτύξουμε τεχνικά και οπτικά. Ο Fendi διαθέτει ένα καταπληκτικό αρχείο – καταγοητεύτηκα από τα floral prints, καθώς και από ένα λογότυπο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1996 και το οποίο, ενώ σαν ιδέα θα μπορούσε κάποιος να πει πως κρατάει τη νέα συλλογή στο παρελθόν, ωστόσο έχει προσαρμοστεί στο σήμερα», ανέφερε ο σχεδιαστής μετά το τέλος της επίδειξης.

Λίγους μήνες μετά, στις αρχές της νέας χρονιάς, έφτασε η στιγμή για την παρουσίαση της κολεξιόν Fendi Haute Couture στο Παρίσι. Αυτό που είδαμε ήταν μια ωδή σε οτιδήποτε αιθέριο, ένας διακριτικός επαναπροσδιορισμός των κυματισμών του μεταξιού στο σώμα, όπως είχε αποτυπωθεί στο μάρμαρο στην αρχαία Αθήνα και στη Ρώμη, αλλά και στο ασπρόμαυρο Χόλυγουντ του 1930. Και αν η γούνα και το δέρμα που καθόρισαν στο παρελθόν τον οίκο δεν αποτελούν πια τα βασικά υλικά του, έχουν αντικατασταθεί επάξια από το ολομέταξο σατέν, τις δαντέλες Chantilly και τα κεντήματα. Τα χρώματα αυτή τη φορά ήταν πιο ήρεμα και οι σιλουέτες σαγηνευτικές, τονισμένες από το ’90s slip–dress όπως φορέθηκε κατά την grunge περίοδο.
O Kim Jones μετράει ήδη την πέμπτη του σεζόν στον Fendi και η καθιέρωση μιας καινούργιας ταυτότητας γι’ αυτόν βρίσκεται επιτέλους στη σωστή τροχιά, συνεπής αισθητικά με τις απαιτήσεις του κοινού που αγαπά τον ιταλικό οίκο. «Ο σχεδιασμός μιας συλλογής είναι από μόνος του ρίσκο, γιατί μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είσαι σίγουρος αν θα εκτιμηθεί και αν θα καλύψεις τις προσδοκίες των πελατών σου», μου λέει λίγο πριν ολοκληρωθεί η συνέντευξη. «Παρόλη την αβεβαιότητα όμως, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, γιατί αυτό που κάνω είναι για μένα η απόλυτη ελευθερία – το να εργάζομαι δηλαδή ακολουθώντας το ένστικτό μου και εφαρμόζοντας ιδέες στις οποίες πιστεύω. Επιθυμώ να συνεισφέρω στον χώρο μέσα από ένα διαφορετικό από το αναμενόμενο πρίσμα. Πάντα κοιτώ τα πράγματα σαν παρατηρητής και έχω τα μάτια και τα αυτιά μου ανοιχτά. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να σεβόμαστε την ταυτότητα ενός οίκου και να σκεφτόμαστε τι λειτουργεί θετικά γι’ αυτόν ώστε να εξελιχθεί. Προτεραιότητά μου παραμένει ο Fendi. Η κυριότερη ευθύνη μου είναι να τον κάνω υπερήφανο», καταλήγει.

  • SHARE
SHORT BIO

British menswear designer Kim Jones has worked with a host of high profile fashion brands, including Dunhill, Louis Vuitton, Mulberry, Alexander McQueen, Hugo Boss , Iceberg, Topman and Uniqlo. He exited his role as men’s artistic director of Louis Vuitton in January 2018, after revolutionising the house’s menswear offering with a distinctive, streetwear-inflected take on luxury. In March 2018, it was announced he would be joining Dior Men as artistic director, showing his first collection in June 2018. Since joining Dior, Jones has also been named artistic director at Fendi in September 2020.