JULIEN DOSSENA | RABANNE

Από το 2013, όταν ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Rabanne, ο Julien Dossena εργάζεται αθόρυβα, για να καταφέρει τελικά να παρουσιάσει μερικές από τις πιο ηχηρές προτάσεις της μόδας. Η προσέγγισή του -όπως και αυτή του θρυλικού ιδρυτή του οίκου-, δεν εστιάζεται αποκλειστικά στο παρόν, αλλά αντικατοπτρίζει την αισθητική ενός μακρινού μέλλοντος, πάντα με ανθρωποκεντρική ματιά. Σαν ένα παιχνίδι με μεγάλο ρίσκο, οι συλλογές του ούτε αποτελούν προϊόν συμβιβασμού ούτε χάνουν την καθαρότητα και την ευαισθησία τους.

Ήταν το 1966 όταν ο Ισπανός couturier Paco Rabanne παρουσίασε την πρωτοποριακή συλλογή του Twelve Unwearable Dresses in Contemporary Materials, με μίνι φουτουριστικά φορέματα από αλουμίνιο και ιριδίζον πλαστικό ενωμένα με μεταλλικούς κρίκους, σαν αλυσίδες που αγκάλιαζαν το σώμα δημιουργώντας μια ασπίδα. Ήταν η εξελιγμένη εκδοχή ενός προηγούμενου project του, τα πλαστικά αξεσουάρ που έφτιαχνε για παριζιάνικους οίκους όπως η Schiaparelli, ο Balenciaga και ο Givenchy. Με τις τολμηρές ιδέες του στάθηκε με θάρρος απέναντι στα bourgois σαλόνια υψηλής ραπτικής του Παρισιού, που αμέσως τον αφόρισαν – η Coco Chanel μάλιστα είχε πει τα χειρότερα τότε. Οι εποχές όμως είχαν αλλάξει. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του Pierre Cardin και André Courrèges, καθώς και οι σχεδιαστές επίπλων Verner Panton, Arne Jacobsen και Eero Aarnio, εισήγαγαν δυναμικά τον φουτουρισμό και τη «διαστημική» προσέγγιση στο design, προτείνοντας ένα αστραφτερό, ουτοπικό όραμα βασισμένο σε βιομηχανικά υλικά. «Το μόνο σύνορο που απομένει στη μόδα είναι η εύρεση και η χρήση νέων υλικών», είχε πει τότε ο Rabanne, γράφοντας ιστορία.
Επιστρέφουμε στο παρόν και στον 42χρονο Dossena, ο οποίος έχει καταφέρει να είναι ο μακροβιότερος διάδοχος του Rabanne στον οίκο -προηγήθηκαν οι Patrick Robinson, Lydia Maurer και Manish Arora-, εξελίσσοντας με επιτυχία το φουτουριστικό πνεύμα του ιδρυτή του, την ίδια στιγμή που καλλιεργεί την έννοια της ελευθερίας υπογράφοντας δημιουργίες που δεν περνούν απαρατήρητες από το κοινό και τους ανθρώπους του χώρου – μόλις πέρυσι ο Jean Paul Gaultier τον κάλεσε να σχεδιάσουν μαζί τη συλλογή του υψηλής ραπτικής, ενώ στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη η H&M ανακοίνωσε τη συνεργασία της με τον Rabanne, επισφραγίζοντας τη δυναμική του brand στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται.
Στον απόηχο αυτής ακριβώς της επιτυχημένης συνεργασίας, ζήτησα από τον Dossena μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Λίγες μέρες νωρίτερα τον είχα συναντήσει στα παρασκήνια της καλοκαιρινής επίδειξης του γαλλικού οίκου, να επιμελείται μαζί με την ομάδα του την εμφάνιση των μοντέλων πριν βγουν στην πασαρέλα. Στο ραντεβού μας έφτασε αργοπορημένος. «Έχω πολλά στο μυαλό μου αυτόν τον καιρό», δικαιολογήθηκε με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο που έσπασε αμέσως τον πάγο. «Η συνεργασία μας με την H&M αφορούσε μια τεράστια συλλογή, ακολούθησε μια ατελείωτη συνέντευξη Τύπου, μετά έγινε το πάρτι προώθησης και ήμουν σχεδόν παντού παρών. Δουλέψαμε ακατάπαυστα για έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά τα καταφέραμε», με ενημερώνει. Και πότε βρίσκει λίγο χρόνο για τον εαυτό του; αναρωτιέμαι.
«Η αλήθεια είναι πως πριν από την πανδημία περνούσα ακόμα και τον ελεύθερο χρόνο μου στο γραφείο – έκανα ακριβώς ό,τι ήθελα να αποφύγω επιλέγοντας αυτή τη δουλειά», απαντά γελώντας δυνατά. «Ήμουν συνεχώς σε συναντήσεις και ομολογώ ότι ασφυκτιούσα, μέχρι που πριν από περίπου τέσσερα χρόνια αγόρασα ένα σπίτι λίγο έξω από την πόλη. Πλέον, έχω πάντα στο γραφείο έναν σάκο με λίγα πράγματα και στο τέλος κάθε εβδομάδας φεύγω κατευθείαν για εκεί, για να χαλαρώσω. Ανάλογα με την εποχή, παίρνω μαζί μου πολλά βιβλία, ανάβω το τζάκι ή βουτάω στην πισίνα, καλώ φίλους και συλλέγω όμορφες στιγμές». Τον ρωτώ πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μόδα και μου αποκαλύπτει ότι δεν ήταν αυτοσκοπός.
«Ως παιδί αγαπούσα τη ζωγραφική. Από τριών τεσσάρων ετών περνούσα πολύ χρόνο ζωγραφίζοντας. Μου είχε γίνει εμμονή και ήμουν πανευτυχής που με άφηναν ήσυχο. Όταν έγινα εφτά χρονών, οι δικοί μου με ρώτησαν τι θα ήθελα να κάνω μεγαλώνοντας και τους απάντησα πως θα μου άρεσε να σχεδιάζω αυτοκίνητα, πλοία και αεροπλάνα ή οτιδήποτε είχε σχέση με το σχέδιο. Δεν γνώριζα τίποτα για τη βιομηχανία της μόδας, ούτε μπορούσα να φανταστώ το μέγεθός της. Για μένα τα ρούχα ήταν κάτι απαραίτητο για τον άνθρωπο, όπως τα τρόφιμα. Στο σχολείο οι δάσκαλοί μου, διακρίνοντας το ταλέντο μου, μου ζητούσαν να εικονογραφήσω τις εκθέσεις των συμμαθητών μου όταν έπαιρναν μέρος σε διαγωνισμούς, ενώ έκανα και εικονογραφήσεις για την τοπική εφημερίδα – πληρωνόμουν μάλιστα γι’ αυτό το τελευταίο. Η ζωγραφική είχε αρχίσει σιγά σιγά να γίνεται η δουλειά μου».
Μια δραστηριότητα όχι και τόσο αντιπροσωπευτική για τον τόπο καταγωγής του στη γαλλική επαρχία, στην περιοχή Morbihan της Βρετάνης με τον κατεξοχήν γεωργικό και ναυτικό χαρακτήρα, όπου τα παιδιά καθοδηγούνταν να επιλέξουν κάποια «πραγματική» δουλειά. «Αν η οικογένειά σου ασχολούνταν με τη γεωργία, ήταν φυσικό να το κάνεις κι εσύ», μου λέει. Με το περιβάλλον του να μην έχει καμία σχέση με τη μόδα ή με το lifestyle γενικότερα, βρέθηκε προ εκπλήξεως στην εφηβεία του, όταν έπεσαν στα χέρια του κάποια ξένα περιοδικά στις σελίδες των οποίων ανακάλυψε τη μαγεία και τη δύναμη της φωτογραφίας. «Άρχισα να αγοράζω το i-D και το The Face, που με βοήθησαν να δω τον κόσμο μέσα από την ιδιαίτερη βρετανική αισθητική. Οι Άγγλοι είχαν ταλέντο να προβάλλουν τη μόδα ριζοσπαστικά, με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον γαλλικό, κάτι που με εντυπωσίασε τόσο, ώστε θέλησα να γίνω μέρος όλου αυτού. Ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι τον εαυτό μου πρωταγωνιστή σε σενάρια μόδας. Οι ελιτιστικές φιγούρες του Yves Saint Laurent που έβλεπα συχνά στην γαλλική κρατική τηλεόραση καταρρίφθηκαν από τις ηρωίδες των Βρετανών φωτογράφων, νεαρά κορίτσια τα οποία έμοιαζαν με τις φίλες μου. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη μόδα ως μια πλατφόρμα έκφρασης όπου χωράνε όλοι – άρα και εγώ!».
Ωστόσο, εντάχθηκε σε αυτήν από την «πίσω πόρτα». «Στην αρχή δεν μιλούσα σε κανέναν για τα σχέδιά μου. Αποφάσισα να ακολουθήσω σπουδές ιστορίας της τέχνης, ευελπιστώντας πως θα αποκτούσα κάποιες, έστω λίγες, πολιτιστικές αποσκευές που θα διευκόλυναν την πορεία προς τον τελικό στόχο μου. Αποφοιτώντας, περιπλανήθηκα για περίπου έναν χρόνο και μετά πήρα τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσω στο Παρίσι. Οι γονείς μου με στήριξαν, αν και δεν καταλάβαιναν ακριβώς τι σκεφτόμουν να κάνω». Κάτι που, όπως μου εξηγεί, το έκανε συνειδητά ώστε να διατηρήσει τη σχέση μαζί τους ουσιαστική – φανταστείτε ότι δεν έχουν πάει σε καμία από τις επιδείξεις του! Η μετακόμιση στο Παρίσι όμως δεν φάνηκε αρκετή για τις δημιουργικές του αναζητήσεις, γι’ αυτό πήρε τον δρόμο για τις Βρυξέλλες, όπου συνάντησε το πεπρωμένο του στη διάσημη σχολή μόδας La Cambre. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα επέστρεφε για να κάνει την πρακτική του στον Balenciaga, υπό τη δημιουργική διεύθυνση του Nicolas Ghesquière.
«Ήταν ο μόνος σχεδιαστής για τον οποίο ήθελα να εργαστώ», τονίζει. «Οι ιδέες και ο τρόπος δουλειάς του ταίριαζαν με τα δικά μου ενδιαφέροντα και παράλληλα δεν υπήρχε αυστηρή ιεραρχία την οποία έπρεπε να ακολουθούμε. Εκεί έμαθα να αναγνωρίζω τις διαφορετικές πηγές από τις οποίες αντλούσε έμπνευση συνθέτοντας κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα, μια μείξη surf και ’60s και ’70s αισθητικής, τόσο μελετημένη και έξυπνα δομημένη, που σε εντυπωσίαζε – όπως ακριβώς ήταν και ο ίδιος ο Ghesquière. Ένιωθα πως ανήκα εκεί και ότι μπορούσα να προσφέρω κάτι λόγω της κουλτούρας μου, που διέφερε πολύ από την κλειστή παριζιάνικη ελίτ».
Το ζητούμενο για να πετύχει κάποιος στη μόδα, σύμφωνα με τον Dossena, είναι η εμπιστοσύνη στο ένστικτό του και ο σαφής στόχος. Η μόδα είναι μια αρένα γεμάτη προκλήσεις και, για να παίξει κάποιος το παιχνίδι της, χρειάζεται αυτοπεποίθηση, που δεν είναι πάντα δεδομένη. «Προσωπικά ένιωσα ότι ανήκα σε αυτόν το χώρο όταν κατάφερα να χτίσω κάτι με τους δικούς μου όρους και τις δικές μου αξίες. Δούλεψα με ανθρώπους στους οποίους πίστευα, όπως η Marie-Amelie Sauvé η οποία με πρότεινε γι’ αυτήν τη θέση. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι δεν κάνω αρκετά καλά τη δουλειά μου και άλλες που νιώθω σιγουριά, κάτι φυσικό κατά τη γνώμη μου. Είμαι αρκετά ώριμος πια για να αντιμετωπίζω οτιδήποτε».
Η επωνυμία Rabanne αποτελεί ορόσημο για τους Γάλλους. Για τον ίδιο τον Julien Dossena σημαίνει νεανικότητα, Jane Birkin, Barbarella, Françoise Hardy – ονόματα συνδεδεμένα με τη λέξη «επανάσταση». Σημαίνει επίσης μια κάποια απάντηση σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως αυτά που απασχολούσαν τις γυναίκες στη δεκαετία του ’60, οι οποίες ήθελαν να ελέγχουν πλέον το σώμα τους σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, ή αντίστοιχα που απασχολούν τον κόσμο στη δική μας εποχή, έστω κι αν πια ο ουτοπικός φουτουρισμός του παρελθόντος αποτελεί εν μέρει πραγματικότητα, με τις οθόνες αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. «Το πρώτο που έκανα όταν ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως δημιουργικός διευθυντής στον Rabanne ήταν να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα στοιχεία που παραμένουν επίκαιρα, για να πλάσω τη νέα εικόνα του brand. Στην αρχή απέφυγα να φτιάξω ρούχα απο μεταλλικό πλέγμα ή αλυσίδες, το έκανα στην τέταρτη ή την πέμπτη συλλογή μου, γιατί ήθελα να φέρω καινούργιο αέρα. Ήθελα το στίγμα μου να πατάει στο σήμερα και όχι στο χτες. Μέσα από αυτή τη λογική απαλλαχτήκαμε από το βάρος του παρελθόντος και χαίρομαι που η ομάδα της PUIG, στην οποία ανήκουμε, μου έδωσε τον χρόνο που χρειαζόμουν για να ανοίξω διάπλατα τα φτερά μου».
Για την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2024, ο Julien Dossena προσγείωσε τον Rabanne σε έναν φανταστικό πλανήτη, με διαγαλαξιακές αυτοκράτειρες, αστραφτερές αμαζόνες, κλασικές θεές και ιέρειες χωρίς ηλικία με τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μεταλλικές κουκούλες. Για έμπνευση ανέτρεξε στην Ίμπιζα του ’70, αγαπημένο προορισμό του Paco Rabanne, προτείνοντας μια αισθητική μακριά από την «ήσυχη πολυτέλεια» που κυριάρχησε τις τελευταίες σεζόν. Η ανάγκη του να εξερευνήσει νέες τεχνικές γύρω από το μέταλλο ικανοποιήθηκε, με αποτελέσματα που ξεπερνούν κατά πολύ όσα επινόησε ο ιδρυτής του οίκου, με πολλά από τα looks να θυμίζουν υψηλή ραπτική παρά prêt-à-porter. Ποιος ξέρει, ίσως η συνεργασία του με τον Gaultier το περασμένο καλοκαίρι να του έδωσε μια νέα προοπτική. Όποια κι αν είναι η απάντηση, αυτή είναι μια εξαιρετική χρονιά για τον Dossena και η συγκεκριμένη συλλογή το διαβατήριο για έναν άλλο, ανεξερεύνητο πλανήτη!

The interview was originally published in Vogue Greece hard print – May 2024

Photo: Courtesy of Rabanne

  • SHARE
SHORT BIO

Since taking the helm at Paco Rabanne in 2014, Julien Dossena has revived the storied futuristic label, bringing a fresh aesthetic that has resonated with consumers and international retailers alike, counting Net-a-Porter, MatchesFashion, Moda Operandi and Barneys New York among its stockists.

Dossena got his start as an art history student at the École Superieure des Arts Appliqués Duperré in Paris, and then a fashion student at La Cambre in Brussels, where he was inspired by the work of Martin Margiela and Dries Van Noten . After graduating, he joined Balenciaga as an intern in 2008, working alongside Nicolas Ghesquière for four years, rising through the ranks to become a senior designer at the label. He left after Ghesquière departed in 2012 and set up his own label, Atto. However, Marie-Amélie Sauve, stylist and long-time collaborator of Ghesquière, put Dossena forward for a supportive role to the existing creative director at Paco Rabanne, which owner Puig was struggling to revive.

Within a season, Dossena took over the collection and made a debut in spring 2014, barely acknowledging Rabanne’s signature chain-mail designs until 2017. “It worked well, not least because the overall image was a lot warmer than in the past. The Rabanne girls are finally approachable, if not exactly welcoming. Now that he came to terms with metal, Dossena is ready to test new grounds,” said Angelo Flaccavento in a review.

In 2019, Dossena announced that he would be showing his first menswear collection, with future plans to expand into makeup.

Dossena is a 2014 LVMH prize finalist. While still a student, he received the special jury prize at the Hyères Festival. In 2016, he was appointed president of the fashion jury at the 31st edition of the Hyères Festival.