FRANCESCO RISSO | MARNI
Μετά από δύο επιδείξεις στη Νέα Υόρκη και στο Τόκιο, ο δημιουργικός διευθυντής του ιταλικού οίκου Marni, ο 42χρονος Francesco Risso, επέλεξε το Παρίσι για να αποκαλύψει τη συλλογή του για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2024. Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου, στο στενό δρομάκι Rue de l’Université, οι διάσημοι που έφταναν με τις λιμουζίνες τους, οι υπόλοιποι καλεσμένοι, οι φαν του οίκου, οι τυχαίοι περαστικοί και οι περίεργοι δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Περνώντας την επιβλητική είσοδο του κτιρίου -που δεν ήταν άλλο από το σπίτι του εκλιπόντος Karl Lagerfeld-, οι άνθρωποι της ομάδας του Marni με οδήγησαν στους χώρους όπου θα λάμβανε χώρα η επίδειξη. Όσο τα μοντέλα ετοιμάζονταν, βρήκα την ευκαιρία να περιηγηθώ τα άδεια δωμάτια της εντυπωσιακής baroque έπαυλης με την εξωπραγματική διακόσμηση. Κοιτώντας από τα μεγάλα παράθυρα έξω στον κήπο, οι μουσικοί της μπάντας που θα έντυνε μουσικά το σόου, όλοι ντυμένοι στα λευκά, έκαναν τις τελικές πρόβες. Το γκαζόν, η στιλιστική ποικιλία, η εμφανής savoir–faire τεχνογνωσία στα ρούχα -οι άκρες των οποίων άγγιζαν τα πόδια όσων κάθονταν στην πρώτη σειρά- και η αρχιτεκτονική του εντυπωσιακού κτιρίου δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που ξεπερνούσε την εμπειρία μιας απλής επίδειξης μόδας.
Στο επίκεντρο βρισκόταν φυσικά η χειροτεχνία, με ρούχα υφαντά με την τεχνική intarsia, όλα φτιαγμένα στο χέρι, να κάνουν σαφή τη βιοτεχνική καταγωγή του οίκου, ενώ οι τσάντες -ώμου ή υπερμεγέθεις- προσέδιδαν στα look μια δόση ανεμελιάς, όπως εξάλλου και τα ταιριαστά χρωματικά με αυτές γυαλιά ηλίου. Η ενέργεια των εποχών για τις οποίες φτιάχτηκε η συλλογή μεταφράστηκε μέσα από μια «έκρηξη» μεταλλικών λουλουδιών -φτιαγμένα στο χέρι από μεταλλικά κουτιά-, τα οποία της έδιναν ακόμα περισσότερη ζωντάνια. Ο ίδιος ο σχεδιαστής, στο εγκάρδιο χειρόγραφο σημείωμά του προς τους καλεσμένους του, εξήγησε ότι με την Πόλη του Φωτός τον συνδέουν μνήμες από την εποχή που βρέθηκε έφηβος στη γαλλική πρωτεύουσα και πήγε σε ένα πάρτι όπου συνάντησε κάποιον που φορούσε ένα άρωμα το οποίο μέχρι σήμερα μένει ζωντανό στη μνήμη του -χωρίς ωστόσο αυτή να έχει ακόμη μετατραπεί σε ένα άρωμα για τον Marni– ή από όταν επισκεπτόταν έναν στενό του φίλο στο διαμέρισμά των γονιών του στη Rive Gauche, ακριβώς δίπλα στο κτίριο όπου έμενε ο Karl Lagerfeld. Κάπως έτσι, η επιλογή του χώρου για την επίδειξη σε μια πόλη που αποκαλεί «παλιά του αγάπη» δεν ήταν καθόλου τυχαία όπως με διαβεβαίωσε ο ίδιος λίγες ημέρες αργότερα στη συζήτησή μας μέσω Zoom.
Θα μπορούσε κάποιος να δικαιολογήσει την επιλογή του Risso να δείχνει τις συλλογές του σε διαφορετική μεγαλούπολη κάθε εξάμηνο ως μια έξυπνη κίνηση στρατηγικής, που αποσκοπεί στην παγκόσμια προώθηση της ιταλικής μάρκας, στην οποία έχει εμφυσήσει έναν νέο αέρα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, το 2016. Με δεδομένο ότι η μόδα, έχοντας ως μοναδικό της όπλο το ίδιο το ρούχο, μέσα από τις άπειρες μεταμορφώσεις της καταφέρνει ως διά μαγείας να συνδέει ανθρώπους που τους ενδιαφέρει η αισθητική, το πείραμά του να ενισχύσει τον εκλεκτικισμό της, φέρνοντας κοντά κοινότητες από διαφορετικές ηπείρους, πέτυχε. Κατά τη συζήτησή μας, μου αποκάλυψε ότι αυτό που έχει σημασία για εκείνον είναι να κατανοήσει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, γι’ αυτό φροντίζει να γνωρίζει και να περνάει χρόνο με τους πελάτες του, τους οποίους θεωρεί μέλη της οικογένειας Marni. Αναρωτιέμαι για την πραγματική του οικογένεια και τη συμβολή της στην εξέλιξή του.
«Μεγάλωσα σε ένα πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον, με πέντε αδέλφια», διηγείται. «Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ζούσαμε όλοι μαζί, οι γονείς και τα αδέλφια μου, οι παππούδες και από τις δύο πλευρές και μαζί τα αδέλφια των γονιών μου. Ήταν μια τρέλα! Ήταν ενδιαφέρον να μεγαλώνω δίπλα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, έμοιαζαν σαν ήρωες από ταινία. Ο πατέρας μου συνήθιζε να φέρνει κόσμο στο σπίτι, φίλους αλλά και απλούς γνωστούς, για να φάμε όλοι μαζί, οπότε είχε δημιουργηθεί μια ανοιχτή κοινότητα, κάτι που για όλους μας ήταν φυσικό. Νοσταλγώ εκείνες τις ημέρες, γιατί είχαν μια αθωότητα, και νιώθω τυχερός που τις έζησα. Με τα αδέλφια μου είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας -γύρω στα δέκα χρόνια- και δεν υπήρχε ποτέ ησυχία στο σπίτι. Εγώ όμως ήμουν κάπως μοναχικό παιδί και από νωρίς ξεκίνησα να δημιουργώ πράγματα με τα χέρια μου, γεγονός που λειτούργησε ως διέξοδος από εκείνο το ζωντανό και συνάμα ασφυκτικό περιβάλλον. Μου άρεσε πολύ να ψάχνω τις ντουλάπες, να “δανείζομαι” τα ρούχα των αδελφών μου και να τα μεταποιώ στο μέγεθός μου. Ήταν για μένα μια γλώσσα επικοινωνίας, που έμελλε να γίνει αυτοσκοπός. Για πολλά χρόνια έψαχνα να βρω τον δρόμο μου χωρίς να αποδέχομαι πως τον είχα ήδη βρει. Ο πατέρας μου και η γιαγιά μου ήταν εκλεκτικοί άνθρωποι. Εκείνος ήταν μια κυνηγημένη ψυχή που έκανε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, όμως πιστεύω ότι δεν κατάφερε ποτέ να συναντήσει το πεπρωμένο του. Τον ενδιέφερε η εμφάνισή του, ήταν αρκετά τολμηρός ενδυματολογικά, παρόλο που η μικρή μας πόλη, η συντηρητική Γένοβα, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αυτοέκφρασης. Φορούσε μια ροζ ζακέτα με διαμάντια για κουμπιά, εμπριμέ παντελόνια από υφάσματα με τα οποία έφτιαχναν παλιά τα στρώματα ύπνου, έφερνε τα πιο περίεργα πράγματα από τα ταξίδια του σε προορισμούς όπως η Νότια Αμερική».
Ο νεαρός Risso άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με στόχο να μπει στον χώρο της τέχνης. Όπως μου λέει, σχεδίαζε την απόδρασή του από το σπίτι στην ηλικία των 13 ετών, κάτι που τελικά κατάφερε δύο χρόνια αργότερα, καταλήγοντας, μετά από δεύτερη σκέψη, στη διάσημη σχολή Polimoda, όπου όμως δεν έμεινε πολύ. Έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου συνέχισε τα μαθήματα μόδας στο FIT, κι όταν πήρε το πτυχίο του, πήγε στο Λονδίνο για τη μεταπτυχιακή του στο Saint Martins. «Ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος, γιατί μυήθηκα σε τρεις διαφορετικές μεθόδους διδασκαλίας γύρω από το ίδιο θέμα, έκανα πράγματα μέσα από το πρίσμα της κάθε σχολής, και αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση», θυμάται.
«Ένιωθα ανεξάρτητος και ότι, επιτέλους, μπορούσα να συναναστραφώ ανθρώπους με κοντινή στη δική μου ιδιοσυγκρασία. Αυτή μου η ανάγκη κατέληξε σε εμμονή. Σήμερα, οι φίλοι μου είναι η επίλεκτη οικογένειά μου, όπως βεβαίως και η δουλειά μου, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Στη μόδα, η λέξη “οικογένεια” περιλαμβάνει μια σειρά από αρχές που ξεπερνούν την εμπορικότητά της – την αφοσίωση, τη σκληρή δουλειά, την έμπνευση. Χωρίς αυτά δεν έχει καμία ουσία. Στη δουλειά είναι εξίσου σημαντικό να διατηρεί κάποιος σχέσεις σεβασμού και εμπιστοσύνης με τους συνεργάτες του, διότι αυτό θα βγει προς τα έξω». Του λέω πόσο ζεστοί ήταν μαζί μου οι άνθρωποι της ομάδας του την ημέρα του σόου. «Αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα, γιατί σε μια τέτοια χαοτική μέρα πολλά μπορούν να συμβούν», αναφωνεί. «Ήταν μια πολύ σοβαρή απόφαση να κάνουμε την επίδειξη στο Παρίσι, κάτι που τελικά λειτούργησε θετικά για όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να μας επισκεφτούν στη βάση μας, στο Μιλάνο. Ήταν μια ημέρα γιορτής».
Μπορεί αυτή τη στιγμή ο Risso να είναι ένας από τους πιο αγαπητούς σχεδιαστές, κυρίως λόγω των καινοτομιών που εισάγει στην κατά τα άλλα κλασική ιταλική μόδα, αλλά η επιτυχία του δεν ήταν εγγυημένη. Όταν τον Φεβρουάριο του 2017 παρουσίασε την πρώτη του συλλογή για τον Marni, οι κριτικές που απέσπασε, για να το θέσω ευγενικά, ήταν ανάμεικτες. Χιλιάδες γυναίκες ανά τον κόσμο, που είχαν αναπτύξει μια συναισθηματική σχέση με τον οίκο, απογοητεύτηκαν, δεδομένου ότι, από όταν τον ίδρυσε η Consuelo Castiglioni πριν από 30 χρόνια, είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα, επιφανειακά σταθερή αλλά σταθερά εξελισσόμενη. Ως εκ τούτου, έπρεπε να κάνουν υπομονή μέχρι να βρει τον δρόμο του ο νέος σχεδιαστής. Αρκετές σεζόν αργότερα, ο Risso παρουσιάζει συλλογές που καταπλήσσουν κοινό και δημοσιογράφους. Μέρος της απήχησής του έγκειται στην αίσθηση της κοινότητας που έχει καλλιεργήσει γύρω από τη μάρκα, κάτι που ίσως να έγινε πιο έντονα αισθητό σε αυτή την επίδειξη, αλλά ήταν πάντα παρόν.
Ποιος ήταν ο αρχικός στόχος του; τον ρωτώ. «Αυτό που μου ζητήθηκε όταν ανέλαβα τη δημιουργική διεύθυνση του Marni ήταν να κάνω σαφές το όραμά μου γι’ αυτόν. Η γνωριμία μου με τον Renzo Rosso, τον ιδιοκτήτη της εταιρείας, η ανταλλαγή ιδεών και απόψεων σε καθημερινή βάση λειτούργησαν θετικά στο να βρούμε μια ισορροπία που θα εξυπηρετούσε την εξέλιξη του brand. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να δεχτώ την πρόταση που μου έκανε, υπήρξα άλλωστε φαν της οικογένειας Castiglioni από τη δεκαετία του ’90, όταν έβλεπα στα περιοδικά τις δημιουργίες τους. Ίσως υποσυνείδητα να είχα αποφασίσει από τότε ποιο θα ήταν το πεπρωμένο μου. Πριν έρθω εδώ, πέρασα μία δεκαετία δουλεύοντας στην Prada, εταιρεία με άλλη δυναμική, με διαφορετικούς ανθρώπους και στόχους. Η επανεκκίνηση της καριέρας μου στον Marni ήταν μια μεγάλη δοκιμασία. Όπως ακριβώς συμβαίνει με έναν γεωργό όταν σπέρνει το χωράφι του και πρέπει να περιμένει μέχρι ο σπόρος να γίνει καρπός, έτσι κι εγώ μπήκα στον οίκο κάνοντας το καλύτερο που μπορούσα. Ήταν σημαντικό να εντάξω τη δική μου ομάδα στην ήδη υπάρχουσα, πάντα με τον δέοντα σεβασμό».
Συζητάμε για το θέμα της ταυτότητας και τον επαναπροσδιορισμό της σιλουέτας Marni και μου αποκαλύπτει ότι περνά πολύ χρόνο στα καταστήματα, αφού για τον ίδιο αποτελούν την πιο ειλικρινή πηγή πληροφορίας για την επιτυχία κάθε συλλογής. Θεωρεί πως μεγάλο μέρος της επιτυχίας αυτού που κάνει οφείλεται στο ότι οι συλλογές του απευθύνονται σε διαφορετικές ηλικίες και προσωπικότητες με άλλα ενδιαφέροντα και στιλ. «Αποστολή μου είναι η ενθάρρυνση της εκφραστικής ελευθερίας, της έκφρασης των συναισθημάτων και η σύνδεση των ανθρώπων μέσω των συλλογών Marni. Επίσης, νιώθω την ανάγκη να μείνω εκτός της “φούσκας” της μόδας. Παίρνω το ρίσκο να δημιουργώ ρούχα για ανθρώπους οι οποίοι δεν εργάζονται απαραίτητα στον χώρο μας. Μετά, δε, από την πανδημία αντιμετωπίζω με περισσότερη σοβαρότητα τα πράγματα. Η μεγαλύτερη αξία, θεωρώ, είναι η αλήθεια. Είναι πάντα επίκαιρη και φέρνει ισορροπία στη ζωή, πόσω μάλλον στη δουλειά μας. Πρέπει κανείς να πολεμά για την αλήθεια του», καταλήγει.
The interview was originally published in Vogue Greece hard print – April 2024
Risso learned his earliest skills from his grandmother, a well-known tailor in Genoa, before moving to Florence aged 16 to attend Polimoda. He then studied at the Fashion Institute of Technology in New York and completed an MA at Central Saint Martins in London under Louise Wilson.