FELIPE OLIVEIRA BAPTISTA | 2020
Interview by Filep Motwary
Ο νέος επικεφαλής του Kenzo, Felipe Oliveira Baptista, ξεκινάει τη θητεία του με μια συλλογή που γεφυρώνει τη δική του δημιουργική υπογραφή με αυτήν του ιδρυτή του οίκου.
Η πρόσφατη πρόσκληση στον Felipe Oliveira Baptista να αναβιώσει τον 50χρονο οίκο Kenzo ήταν αναπάντεχη, όχι όμως τυχαία. Ο γεννημένος στην Πορτογαλία σχεδιαστής με έδρα το Παρίσι έγινε ευρέως γνωστός ως επιτυχημένος δημιουργικός διευθυντής της Lacoste, θέση που κατείχε για οκτώ χρόνια, μέχρι τον Μάιο του 2018. Το 2016, τα έσοδα της ιστορικής φίρμας ξεπέρασαν τα 2 δισ. ευρώ, αναδεικνύοντας τον Baptista σε δυνατό «χαρτί», γεγονός που τον κατέστησε καταλληλότερο υποψήφιο για τη θέση του δημιουργικού διευθυντή στον Kenzo. O οίκος που πέρασε μεγάλες δοκιμασίες αγοράστηκε από την LVMH το 1993, με τον ιδρυτή του, Kenzο Takada, να αποσύρεται έξι χρόνια αργότερα. Από τότε τα ηνία του ανέλαβαν σχεδιαστές όπως ο Γάλλος Gilles Rosier (2000-2004) και ο Ιταλός Antonio Marras (2004-2011), ενώ οι επί οκτώ χρόνια Αμερικανο-Ασιάτες προκάτοχοι του Oliveira Baptista, Carol Lim και Humberto Leon (2012-2019), του εμφύσησαν νεανική πνοή με μια λογική street και sportswear.
Όμως έλειπαν η ευρεσιτεχνία και το όραμα που χαρακτήριζαν τον Kenzο Takada, ο οποίος έφυγε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 από την Ιαπωνία με προορισμό το Παρίσι γεμάτος όνειρα για μια καριέρα στη μόδα. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη του επιτυχία πέντε χρόνια αργότερα, η προσέγγισή του δεν έμεινε στην ιστορία για την καινοτομία της, όπως συνέβη με άλλους συμπατριώτες του που ακολούθησαν το παράδειγμά του στις αρχές του ’80 (Issey Miyake, Rei Kawakubo, Yohji Yamamoto), οι οποίοι δικαίως χαρακτηρίστηκαν πρεσβευτές της avant garde. Ο Takada, που έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή πριν από μερικές ημέρες, χτυπημένος από τον κορωνοϊό, έγινε γνωστός για την ικανότητά του να εξελίσσει επιρροές από τη χώρα του, προσαρμόζοντάς τες στα ευρωπαϊκά δεδομένα και δημιουργώντας γέφυρες μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, με μοναδικό άξονα το στιλ. Έντονα εμπριμέ, μεγάλα κασκόλ, κλος φούστες και άνετα μαντό ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά της υπογραφής του. Ποιος δεν θυμάται τις υπέροχες καμπάνιες με πρωταγωνίστρια την Iman από τον Ελβετό φωτογράφο Hans Feurer, που μέχρι σήμερα παραμένουν μοντέρνες;
To πρωινό της πρώτης ημέρας της παριζιάνικης Fashion Week για τη σεζόν φθινόπωρο/χειμώνας 2020-21, τον περασμένο Μάρτιο, ξεκίνησε κάπως άβολα. Ένα 24ωρο νωρίτερα, το Μιλάνο εξέπεμψε σήμα κινδύνου λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης της νόσου COVID-19, γεγονός που μεταξύ άλλων ανάγκασε τον Giorgio Armani να παρουσιάσει τη συλλογή του με βιντεοπροβολή μέσα από το ιδιόκτητο αμφιθέατρό του, μη διακινδυνεύοντας την ασφάλεια των προσκεκλημένων του. Αυτή η απόφαση έδωσε μια πρώτη γεύση των αλλαγών που θα συνέβαιναν στο Παρίσι τις ημέρες που θα ακολουθούσαν. Πολλοί από τους Ιταλούς συντάκτες και αγοραστές αποφάσισαν να μην παρευρεθούν στα σόου, στάση που είχαν ήδη τηρήσει οι Ασιάτες συνάδελφοί τους, ενώ και η προσέλευση του κόσμου ήταν μέτρια. Παρ’ όλη τη σύγχυση και την αβεβαιότητα, η φημολογία γύρω από το ντεμπούτο του Oliveira Baptista στον οίκο Kenzo ήταν μια ευχάριστη απόσπαση της προσοχής όσων τελικά βρισκόμασταν εκεί για δουλειά.
Δύο μήνες αργότερα, στο ξεκίνημα του lockdown, επικοινώνησα με τον σχεδιαστή τηλεφωνικά – μαζί του με συνδέει φιλία που ξεκίνησε αρκε- τά χρόνια πριν, σε μια κρύα αποθήκη της Villa Noailles στην πόλη Hyeres της Νότιας Γαλλίας, όπου γινόταν η επιλογή των νέων σχεδιαστών στο γνωστό φεστιβάλ μόδας. Με φωνή ζεστή όπως πάντα με ενημερώνει πως βρίσκεται κλεισμένος στο σπίτι του στο Παρίσι με την οικογένειά του, προσπαθώντας να κρατήσει θετική στάση απέναντι σε αυτό που συμβαίνει. «Θέλω να πιστεύω πως όλα θα πάνε καλά», μου λέει. «Τα παιδιά μου φοιτούν σε ένα διεθνές σχολείο και προετοιμάστηκαν έγκαιρα γι’ αυτό που ήρθε. Από τις 9 π.μ. έως τις 4 μ.μ. κάνουν τα μαθήματά τους μέσω βιντεοκλήσης. Αν και έχουν περάσει μόνο τέσσερις ημέρες από την έναρξη του lockdown, δεν μπορούμε να παραπονεθούμε, έχουμε αρκετό χώρο στο σπίτι, έχουμε φως. Θα μπορούσαν να είναι χειρότερα τα πράγματα».
Ο ίδιος περνάει αρκετό χρόνο επικοινωνώντας τηλεφωνικά με τις μονάδες παραγωγής και με το εργαστήριό του, ενώ προσπαθεί να αφουγκραστεί τι μέλλει γενέσθαι. «Με την κατάσταση να εξελίσσεται μέρα με τη μέρα, τα σχέδια για το μέλλον είναι ίσως μάταια. Κάθε συλλογή είναι αποτέλεσμα μιας αλυσίδας που περιλαμβάνει από τους προμηθευτές υφασμάτων και την παραγωγή μέχρι τις πωλήσεις και τη διανομή στα καταστήματα. Αυτή έχει διασπαστεί και η βιομηχανία της μόδας έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Είναι ευκαιρία να σκεφτούμε τι πρέπει να αλλάξει. Δεν επιτρέπεται να είμαστε αρνητικοί. Χρειάζεται να γίνουμε διπλά δημιουργικοί για να επανέλθει η ισορροπία, έστω σε μια καινούργια μορφή. Είναι ανθρώπινο να υπάρχει φόβος, όμως πρέπει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά με αισιοδοξία και σιγά σιγά θα βρούμε τις απαντήσεις. Σίγουρα η πανδημία έφερε την ύφεση. Δεν γνωρίζω ακόμη σε ποιο βαθμό, όμως είναι ορατή».
Ενώ τον ακούω, σκέφτομαι την πορεία του, ως ένας σχεδιαστής που ξεκίνησε εντελώς μόνος, με τη μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Του ζητώ να ανατρέξει στα πρώτα του βήματα. «Τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασής μου στο Παρίσι πέρασα δύσκολα, κυρίως οικονομικά, αφού έπρεπε να ζήσω από τις δημιουργίες μου τη στιγμή που δεν με γνώριζε κανένας. Μεγαλώνοντας στη Λισαβόνα, ζούσα αρκετά απομονωμένος και στο Παρίσι συνέβη το ίδιο. Φυσικά, αυτό έχει αλλάξει, είμαι πλέον κοινωνικός και έχω πολλούς φίλους. Το σίγουρο είναι πως σήμερα βρίσκομαι εδώ γιατί δεν υπήρξα ποτέ παράγωγο του hype», καταλήγει γελώντας και παρατηρεί σοβαρά: «Έχω την αίσθηση, πάντως, πως τότε οτιδήποτε όμορφο είχε περισσότερη διάρκεια και αφορούσε πολύ περισσότερο κόσμο».
Η δουλειά του είχε εξελικτική πορεία, την ίδια στιγμή που διατηρούσε σταθερές κάποιες βασικές αρχές, όπως την ποιότητα και την ταύτιση με το προφίλ των πελατών του. Τη δική του επωνυμία την ίδρυσε το 2003, σε συνεργασία με τη σύζυγό του Séverine, και τη διατήρησε έντεκα χρόνια. «Έχτισα τα πάντα βήμα βήμα, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αναγνώριση της δουλειάς μου ήρθε με σταθερό ρυθμό. Όταν άρχισα να εργάζομαι στον Kenzo ένιωσα ότι ξεκινώ την τρίτη μου ζωή στη μόδα. Όπως φάνηκε, ήταν καλή ιδέα να τερματίσω το brand μου πριν ακόμα μου γίνει η πρόταση, για να μπορέσω να εστιάσω σε ένα νέο κεφάλαιο που θα μου επέτρεπε να σκέφτομαι διαφορετικά», πιστεύει.
Γεννημένος έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας που διοικούσε τη χώρα του σχεδόν 50 χρόνια, νιώθει τυχερός που ο πατέρας του ήταν πιλότος και τον έπαιρνε μαζί του σε μεγάλα ταξίδια ανά την υφήλιο. Μικρός ονειρευόταν μια καριέρα στη φωτογραφία ή στην αρχιτεκτονική. Η μόδα τού ήταν άγνωστη και δεν τη θεωρούσε σοβαρή ενασχόληση. Ήρθε πρώτη φορά σε επαφή μαζί της χάρη σε μια δορυφορική κεραία που έφερε στην οθόνη του το MTV, γεγονός που του άλλαξε τη ζωή. Ακολούθως, οι γονείς ενός φίλου του, διευθυντές στη Σχολή Καλών Τεχνών, τον ενέπνευσαν να φοιτήσει σε αυτήν. Τον προέτρεψαν μάλιστα, μαζί με τους δικούς του γονείς, να φύγει από τη Λισαβόνα για το Λονδίνο. «Έτσι, το 1992 βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο του Kingston να σπουδάζω μόδα, χωρίς να γνωρίζω τίποτα γι’ αυτήν», εξηγεί. «Πίεσα αρκετά τον εαυτό μου. Θυμάμαι να κάθομαι στη βιβλιοθήκη και να έχω ανοίξει ένα βιβλίο για τον Balenciaga, στη σελίδα με το γνωστό νυφικό του, μια δημιουργία του 1966, και εκεί ένιωσα κάτι να αλλάζει μέσα μου. Η διαχρονικότητα του ρούχου και η αρχιτεκτονική του με έκαναν να καταλάβω ότι η μόδα ήταν, τελικά, αυτό που θα μου άρεσε να ακολουθήσω. Αν και σήμερα παραπονιέμαι για την ταχύτητα στον χώρο μας, τότε έβρισκα συναρπαστικό το χρονικό διάστημα των έξι μηνών μέσα στους οποίους έπρεπε να δημιουργήσω μια συλλογή».
Στον Kenzo, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που άλλαξε; «Σε ανθρώπινο επίπεδο υπάρχει πάντα δυσκολία. Φτάνεις σε ένα μέρος όπου υπάρχει μια ομάδα η οποία εργάζεται με συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να ενταχθείς στοχεύοντας να φέρεις σιγά σιγά αυτή την κουλτούρα στα δικά σου μέτρα, ώστε όλοι μαζί να εξελίξουμε το brand name. Αυτή η διαδικασία απαιτεί αρκετή ενέργεια, όμως είναι κάτι που συναντάς παντού. Από δημιουργικής πλευράς, χωρίς να θέλω να προσβάλω κανέναν από τους προκατόχους μου, φτάνοντας στην εταιρεία ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω τα πάντα – από την τίγρη που είναι το λογότυπό μας μέχρι τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τα χρώματα και τα υφάσματα. Έννοιες όπως η αισιοδοξία είχαν μεταφραστεί με νέον αποχρώσεις, πλαστικά και νάιλον. Κοιτάζοντας όμως πίσω, στο ξεκίνημα του οίκου, είδα πως υπήρχε μια ένταση και μια λεπτότητα, όπως αντανακλώνται στην ιαπωνική κουλτούρα. Με τη μεγάλη ευκαιρία που μου δόθηκε, λοιπόν, ήθελα να εισηγηθώ οργανικές προτάσεις, μέσα από τις οποίες να εκφράζω την αγάπη μου για τη φύση. Γενικά με ενδιαφέρει η βιωσιμότητα. Προτείνω πράγματα που θα ήθελα να μας αφορούν για περισσότερες από μία σεζόν. Με αυτή την πρώτη μου συλλογή προσπάθησα να επαναφέρω στον οίκο την έννοια του φωτός – και αναφέρομαι στο φως της ημέρας και όχι στα φώτα ενός club. Αυτός ήταν ο λόγος που η πρώτη μου επίδειξη για τον Kenzo παρουσιάστηκε νωρίς το πρωί και όχι βράδυ, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα».
Εκείνο το παγωμένο πρωινό βρισκόμουν από νωρίς στα παρασκήνια παρακολουθώντας τον να εργάζεται μαζί με την ομάδα του. Τα μοντέλα ένα ένα ολοκλήρωναν το μακιγιάζ και έμπαιναν στον ειδικό χώρο για να φορέσουν τα ρούχα της συλλογής. Στην αυλή του Institut National des Jeunes Sourds (Εθνικό Ινστιτούτο Κωφών Νέων) είχαν στηθεί σήραγγες από διάφανο πλαστικό, που επέτρεπε στο φως να εισχωρήσει. Όσο κοίταζα τις δημιουργίες, ένιωθα πως ο Felipe απέφυγε να τα δώσει όλα με τη πρώτη. Η δική του φρέσκια εκδοχή κινήθηκε γύρω από τα αρχεία του Kenzo όσο και από τα δικά του. Οι σιλουέτες του ήταν εμπνευσμένες από την ελευθερία της νομαδικής ζωής και είχαν νεανικό πνεύμα, αλλά και μια νότα μυστικισμού – οι ψηλές σιλουέτες με τις κουκούλες και τα καπέλα παρέπεμπαν στις Αζόρες, απ’ όπου κατάγεται η οικογένειά του. «Είναι ακριβώς έτσι», συμφωνεί. «Εγώ, όπως και ο Kenzo, είμαστε νησιώτες που μετακομίσαμε σε μια μεγαλούπολη και ασχοληθήκαμε με τη μόδα. Σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να κάνω έναν διάλογο μεταξύ όλων των τόπων που γνώρισα στο μεταξύ, όπως και μια καταγραφή των αναφορών που κράτησα. Ο Kenzo ήρθε στη Γαλλία με πλοίο – χρειάστηκαν έξι μήνες για να φτάσει στη Μασσαλία. Όταν αποβιβάστηκε, πήγε σε μια ντίσκο να διασκεδάσει προτού συνεχίσει το ταξίδι του οδικώς. Ο νομαδισμός είναι κατά μία έννοια σημάδι και των δικών μας καιρών, αφού όλοι ταξιδεύουμε και είμαστε πολίτες του κόσμου.
Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Αυτός είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Με συναρπάζουν διαφορετικοί πολιτισμοί την ίδια ώρα που αγαπώ την ποίηση ή να τραβάω φωτογραφίες σε κάθε μου ταξίδι. Χωρίς να θέλω να παρελθοντολογώ, πιστεύω πως τα πράγματα ήταν πολύ πιο ελεύθερα είκοσι χρόνια πριν από ό,τι σήμερα στο κομμάτι της προσωπικής αναζήτησης μέσα από τα ταξίδια. Αυτή η συλλογή είναι για μένα μια γιορτή των πολιτισμών. Αφορά ανθρώπους που δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης».
Οι Αζόρες είναι, φυσικά, μια συνεχής έμπνευση για τον ίδιο. Από τα φοιτητικά του χρόνια επιστρέφει στο ίδιο θέμα και αυτό έγινε και στην παρθενική του συλλογή για τον Kenzo. «Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να επιστρέφω στις ρίζες μου, με μοντέρνα ματιά κάθε φορά», τονίζει και θυμάται ότι στην πρώτη παρουσίαση συλλογής του η γιαγιά του, που καθόταν ανάμεσα στους καλεσμένους, αναγνώρισε την κάπα που φορούσε ως έφηβη κάτι που της προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. Εκείνη την εποχή σύμφωνα με ένα έθιμο που άρχισε να εκλείπει στη δεκαετία του 1920– όσες κοπέλες ήθελαν να μεταβούν στην εκκλησία μόνες φορούσαν αυτό το επιβλητικό ένδυμα με την κουκούλα, για να προστατευτούν κατά κάποιον τρόπο.
«Θέλω να ανυψώσω τον Kenzo μέσα από συλλογές που είναι κατανοητές και ολοκληρώνουν μια γκαρνταρόμπα, χωρίς απαραίτητα να αυξήσω τις τιμές, αφού δεν ήμασταν ποτέ brand πολυτελείας», τονίζει. «Υπήρχε μια τιμιότητα σε αυτό που έκανε ο Kenzo και μου αρέσει η ιδέα. Θα το επιδιώξουμε, αν και η εποχή μας δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δεκαετία του ’70. Πέρασα αρκετούς μήνες κάνοντας έρευνα και προσπαθώντας να γεφυρώσω τη δική μου δημιουργική γραφή με αυτήν του Kenzo. Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η μαγεία. Οφείλω να είμαι ανοιχτός, γενναίος, αισιόδοξος και ειλικρινής σε αυτό που έχω αναλάβει, κυρίως γιατί υπάρχει μια μεγάλη κληρονομιά την οποία δεν πρέπει να προσβάλω. Δεν πρόκειται για μια αναζήτηση της ψυχής του οίκου, αλλά για έναν διάλογο μαζί του. Μέσα στο έργο του Kenzο Takada η χρησιμότητα έχει κυρίαρχο ρόλο και βρίσκω πως παραμένει επίκαιρη. Θέλω να ακολουθήσω τον τρόπο σκέψης του, να συμπεριλάβω όσα τον χαρακτήριζαν στη δική μου δημιουργία. Η ανθρώπινη διάστασή του σε συνδυασμό τη δημιουργική φύση του συμπληρώνουν η μία την άλλη μέσα από μια ζωντανή, ενστικτώδη ροή ελευθερίας, χαράς, περιέργειας και ανοχής».
Πριν τον αποχαιρετήσω, συμφωνούμε πως, για να είναι κάποιος επίκαιρος, πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση του εαυτού του και των πραγμάτων που τον περιβάλλουν. Η περιέργεια και τα νέα βιώματα είναι αυτά που μας ωθούν να προχωρήσουμε. Ακόμα και αν πρόκειται για κάτι τόσο δυσοίωνο, όπως η πανδημία.
VOGUE GREECE ISSUE #17 | FELIPE OLIVEIRA BAPTISTA | INTERVIEW BY FILEP MOTWARY
Opening spread from the interview and photography featuring Felipe Oliveira Baptista by Filep Motwary as published in the November 2020 hard-print issue of Vogue Greece.
Portrait Karim Sadli – Special Thanks to Mathieu Baboulene
Read it online by pressing HERE
Portuguese designer Felipe Oliveira Baptista graduated from Kingston University in 1997, after which he honed his trade working on the design teams at MaxMara, Christophe Lemaire, and Cerruti for the next four years. Baptista was appointed as creative director of Lacoste in 2010, to a generally positive reception. In May 2018, Baptista stepped down as creative director of the brand and in July 2019 was hired as creative director of LVMH-owned Kenzo. In 2003, Baptista won the prestigious Hyères International Fashion and Photography Festival and Andam/LVMH fashion awards. The latter panel was headed by well-known stylist Carine Roitfeld . The awards gave Baptista the confidence and backing to launch his own apparel brand. In 2005, Baptista showed at Haute Couture Week in Paris for the first time, which marked the beginning of a relationship that would see the Fédération Française De La Couture invite him to Shanghai to exhibit his work two years later. Baptista debuted his accessories line and staged his first ready-to-wear show at Paris Fashion Week in 2009.
Baptista told Interview magazine, “Well, like everyone, the reality of fashion can be very harsh, very difficult, especially the first three or four years, but at the same time it’s an incredible drive. But I’m lucky to work with my wife, who does all the management part, so that keeps me sane.”
In addition to designing under his own name, Baptista has taken part in a number of high-profile collaborations, including ‘AW77’ with Nike, which would see the sportswear giant also commission a book; Baptista also collaborated with Uniqlo in 2006.