Interview Filep Motwary

 

Η τοποθέτηση του Nicolas Di Felice στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Courrèges λίγο πριν από την 60ή επέτειο του γαλλικού οίκου, τον Σεπτέμβριο του 2020, σηματοδότησε το πέρασμα σε μια νέα εποχή για το θρυλικό brand και ξύπνησε την ελπίδα για ουσιαστική αναβίωση και επιστροφή στις καινοτόμες ρίζες του.

Από το 1961, ο André Courrèges, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Coqueline, παρήγαν ρούχα εμπνευσμένα από ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τα οποία χαρακτηρίζονταν από καθαρές γραμμές, καινοτόμα υλικά, όπως το πλαστικό, το μέταλλο και το βινύλιο, και έντονα χρώματα. Ο Courrèges ήταν για τη μόδα ό,τι ο Le Corbusier για την αρχιτεκτονική. Ο μόδιστρος-οραματιστής της διαστημικής εποχής έφερε τα πάνω κάτω με το που εμφανίστηκε, απελευθερώνοντας το σώμα από τον κορσέ που είχε επαναφέρει με έναν τρόπο στο προσκήνιο ο Dior μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδραίωσε την επωνυμία του δημιουργώντας φουτουριστικά ρούχα, σχολιάζοντας έτσι την εμμονή της εποχής του με ένα υπερ-τεχνολογικό μέλλον, και έτυχε διεθνούς αναγνώρισης και αποδοχής κυρίως από το νεανικό κοινό, στο οποίο άλλωστε επικεντρώθηκε ολόκληρη η δεκαετία του 1960, κατά την οποία γεννήθηκαν εκατοντάδες αντιφατικές μεταξύ τους τάσεις.

Στο σύνολό του, το στιλ Courrèges αποτελεί έναν μοναδικό συνδυασμό μοντερνισμού, καινοτομίας και απλότητας, με τεράστιο αντίκτυπο σε σχεδιαστές και κοινό για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Οι μοντέρνες ιδέες του σχεδιαστή αμφισβήτησαν τους παραδοσιακούς κανόνες της μόδας, ενώ μέχρι σήμερα θεωρούνται καινοτόμες, όπως ακριβώς συνέβη με τους συναδέλφους του Paco Rabanne και Pierre Cardin. Διαβάζοντας τα παραπάνω, είναι φυσικό κάποιος αμύητος να φαντάζεται υπερβολικές σιλουέτες. Αντιθέτως, τα ρούχα του ήταν φορέσιμα, βασισμένα στον μινιμαλισμό που επιτυγχάνεται μέσα από τη γεωμετρία, τη μονόχρωμη παλέτα και την απουσία διακόσμησης.

Μετά τον θάνατο του André Courrèges, το 2016, ο οίκος πέρασε μια περίοδο στρατηγικού σχεδιασμού, που θα του επέτρεπε να διατηρήσει και, κυρίως, να προστατεύσει την αισθητική του στο νέο τοπίο της μόδας, η οποία μετά την εμφάνιση των social media μεταβάλλεται συνεχώς, καλπάζοντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Η πρόσληψη το 2015 του δημοφιλούς σχεδιαστικού διδύμου Coperni, Sébastien Meyer και Arnaud Vaillant απέτυχε λόγω εσωτερικών αναταράξεων και εταιρικής αβεβαιότητας. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, οι δυο τους αποδεσμεύτηκαν και επικεντρώθηκαν στη δική τους επωνυμία. Ακολούθησε άλλη μια προσπάθεια αναβίωσης, με CEO την Christina Ahlers και τη Yolanda Zobel στον σχεδιασμό, που όμως άντεξε μόνο μία σεζόν. Μέχρι που, εν μέσω πανδημίας, το άκουσμα του ονόματος του Nicolas Di Felice ως επικεφαλής σχεδιαστή του Courrèges τάραξε τα νερά.

Ομολογώ ότι προσπάθησα αμέσως να τον συναντήσω, για να μάθω όσο περισσότερα μπορούσε να μου πει για τον νέο του ρόλο στον οίκο, για τον οποίο τρέφω βαθιά αγάπη και θαυμασμό. Όμως το γραφείο δημοσίων σχέσεων μου ζήτησε να κάνω υπομονή, προκειμένου ο επί δώδεκα χρόνια στενός συνεργάτης του Nicolas Ghesquière στον Balenciaga και στον Louis Vuitton και εν συνέχεια δίπλα στον Raf Simons στον Dior να δείξει για τουλάχιστον δύο σεζόν ότι κινείται στο επιδιωκόμενο πλαίσιο, πράγμα που εκείνος πέτυχε με την πρώτη του κιόλας επίδειξη, τον Σεπτέμβριο του 2021! Δεν θυμάμαι πώς κατάφερα να φτάσω εκείνο το κρύο και βροχερό πρωινό στο Bois de Vincennes, το μεγαλύτερο δημόσιο πάρκο στην ανατολική άκρη του Παρισιού, όπου, σύμφωνα με το δελτίο τύπου, ο Nicolas Di Felice και ο σύντροφός του αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί. Θυμάμαι μόνο πως στην είσοδο μοιράζονταν αδιάβροχα ponchos, το πόσο μου άρεσε η συλλογή και πόσο δυσκολεύτηκα να επιστρέψω στο κέντρο της πόλης. Ήταν ένας εφιάλτης!

Δύο χρόνια αργότερα, μόλις μία εβδομάδα μετά την παρουσίαση της συλλογής Άνοιξη/Καλοκαίρι ’23 του Courrèges, τον περασμένο Οκτώβριο, τηλεφώνησα τελικά στον Nicolas Di Felice. «Γεια σου, Filep, είδες που τα καταφέραμε;» μου είπε χαρούμενος σηκώνοντας το τηλέφωνο. Ο πάγος έσπασε αμέσως και ένιωσα ότι συνομιλούσα με έναν καλό φίλο! Το αμέσως επόμενο πράγμα που άκουσα από τα χείλη του ήταν πόσο αγαπάει την Ελλάδα. «Περνάω όλα μου τα καλοκαίρια στην Αμοργό, στην Αιγιάλη. Εκεί μόνο μπορώ να χαλαρώσω. Κάνω κράτηση τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν, γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ ότι το μέρος όπου μένω μπορεί να έχει νοικιαστεί από άλλους και να μην μπορέσω να πάω», αποκαλύπτει.

Γεννημένος στην πόλη Charleroi του Βελγίου, μακριά από τις πρωτεύουσες της μόδας, ο ιταλικής καταγωγής Nicolas μεγάλωσε γύρω από τις βιομηχανίες εξόρυξης χάλυβα, σε μια terre noire όπως τη χαρακτηρίζει, όπου ο άνεμος σκεπάζει τα κτίρια με μαύρη σκόνη. Σπούδασε μόδα στη βελγική σχολή La Cambre, χωρίς ωστόσο να πάρει το πτυχίο του, αφού μια θέση για πρακτική που άνοιξε στον Balenciaga τον οδήγησε στο Παρίσι. «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο», πιστεύει.

«Ήταν μια περίοδος που είχα ανάγκη να δουλέψω. Ήθελα να αναπτύξω τις ιδέες μου, ένιωθα δημιουργικός. Είχα κουραστεί στη σχολή και ζητούσα περισσότερα. Όταν με πήραν στον Balenciaga, ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για μένα, γιατί έφτασα στο Παρίσι από την underground σκηνή των Βρυξελλών να εργαστώ σε έναν από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας, με βαριά ιστορία και τεράστιο αρχείο. Εκεί συνάντησα ανθρώπους που ήταν πολύ διαφορετικοί από οποιονδήποτε γνώριζα. Θυμάμαι πόσο είχα ενθουσιαστεί με τη Natacha Ramsay–Levi, η οποία με παρέλαβε με το που έφτασα. Με συνεπήρε και ήθελα να γίνω μέλος της ομάδας της. Κάθισα μαζί τους δύο μήνες και επέστρεψα στις Βρυξέλλες χωρίς να έχω σχέδια για το μέλλον. Σε λιγότερο από 48 ώρες όμως μου τηλεφώνησαν, προσφέροντάς μου μια θέση με συμβόλαιο! Έμεινα μέχρι το τέλος της θητείας του Nicolas Ghesquière στον Balenciaga. Κατόπιν πήγα στον Dior, όπου τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Περνούσα δωδεκάωρα σχεδιάζοντας και ένιωθα πως ήμουν ξανά στο σχολείο – δεν ήταν για μένα, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο. Όταν λοιπόν ο Ghesquière πήγε στον Louis Vuitton και με ρώτησε αν ήθελα να τον ακολουθήσω, το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη».

Όλα αυτά τα χρόνια, ο Di Felice απολάμβανε όσα του προσέφερε η καλή του τύχη, χωρίς να φαντάζεται ποτέ τον εαυτό του σε ηγετική θέση. Όσες προτάσεις για δουλειά τού είχαν γίνει σήμαιναν για εκείνον μια αλλαγή που δεν την επιδίωκε. Ένιωθε ευτυχισμένος εκεί που βρισκόταν. «Δεν ήταν ο βασικός στόχος μου. Ήμουν σε μια καταπληκτική ομάδα, με ικανούς βοηθούς, μέλος ενός εκπληκτικού ατελιέ, και είχα ένα αφεντικό σε συνεχή αναζήτηση, γεγονός που έκανε την κάθε μου μέρα ενδιαφέρουσα. Δεν βαρέθηκα ποτέ», ομολογεί. Μέχρι που του χτύπησε την πόρτα ο Courrèges! «Ήταν η πρώτη φορά που έκανα ένα βήμα πίσω για να δω από απόσταση αυτή τη μεγάλη ευκαιρία που μου προσφερόταν. Σκέφτηκα πως δεν ήμουν πια 20 χρονών, είχα φτάσει στα 36 και η πρόταση ήταν κατά κάποιον τρόπο επιβεβαίωση της εξέλιξής μου και μια επιβράβευση, αν θέλεις, για τη σκληρή δουλειά χρόνων. Την είδα επίσης ως μία ακόμη δοκιμασία λόγω της ιδιαιτερότητας του Courrèges. Πρόκειται για ένα όνομα με κάπως απόλυτη ταυτότητα, χρωματολόγιο, υφάσματα και σχήματα».

Βλέποντας τη θετική ανταπόκριση του κόσμου στη σχεδιαστική του προσέγγιση, σκέφτομαι πως το πάντρεμα μεταξύ Nicolas Di Felice και Courrèges ήταν μια σωστή κίνηση για τους ιθύνοντες του οίκου, συμπεριλαμβανομένης της Artémis, εταιρείας του François–Henri Pinault, στην οποία ανήκει το 30%. Τον ρωτάω τι του ζητήθηκε όταν ανέλαβε και ποιες ήταν οι πρώτες του σκέψεις. «Γνώριζα πολύ καλά τη δουλειά του André Courrèges και πριν ξεκινήσω παρακολούθησα κάθε συνέντευξή του που μπόρεσα να βρω, διάβασα τα πάντα γι’ αυτόν. Ήμουν τρομοκρατημένος μέσα μου, γιατί ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν επικεφαλής οίκου, αλλά αντιμετώπισα την κατάσταση με ηρεμία, όπως θα έκανε κι εκείνος. Αυτό που έπρεπε κυρίως να πετύχω ήταν να νιώσω άνετος και ασφαλής. Ακόμα κι αν πέρασα 16 χρόνια σε γαλλικούς οίκους, παραμένω Βέλγος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μου αρέσει να παρατηρώ τα πράγματα με προσοχή, με ενδιαφέρει η λεπτομέρεια και η φόρμα μέσα από μια εμμονική, θα έλεγα, προσέγγιση. Είναι αστείο, γιατί μερικές φορές τείνω να συγκρίνω πράγματα ανόμοια μεταξύ τους, όπως τον Γάλλο André Courrèges με τη Βελγίδα Ann Demeulemeester, που, αν και δεν έχουν τίποτα κοινό, μπορείς να νιώσεις την προσωπικότητα πίσω από τη δουλειά τους λόγω της σταθερότητας που τη χαρακτηρίζει. Όλα όσα έκανε ο André Courrèges δεν αφορούσαν τη μόδα που αλλάζει κάθε έξι μήνες. Οι προτάσεις του ήταν κατά κάποιο τρόπο το μέσον για βελτίωση, όχι μόνο της εικόνας αλλά και του τρόπου σκέψης μας. Όλοι θεωρούν μεγαλύτερο επίτευγμά του τη φουτουριστική μόδα. Σίγουρα ήταν ένα κομμάτι του παζλ, όμως τον χαρακτήριζαν και πολλά άλλα πέραν της εμμονής του με την τεχνολογία. Το διαστημικό στιλ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια τάση που υιοθέτησε όλος ο πλανήτης. Δεν ήταν δική του επινόηση. Αυτό που έκανε ήταν να την επεξεργαστεί με τον δικό του τρόπο ως χαρακτηριστική της εποχής. Η αλήθεια είναι πως είχε εμμονή και με το streetwear. Ήθελε να βλέπει τα ρούχα του στον δρόμο, και αυτό αποτελεί το κοινό μας σημείο. Στο δημιουργικό του ταξίδι έπαιξε μεγάλο ρόλο και η σύζυγός του, με την οποία έμεινε ερωτευμένος σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια παθιασμένη ιστορία αγάπης κι εκείνη τον στήριξε μέχρι το τέλος. Το πάθος πάντα αποδίδει! Αυτό ήταν που με ενθάρρυνε να δώσω όλο μου τον εαυτό στη θέση που ανέλαβα. Θέλω κι εγώ να ντύσω τον κόσμο που κυκλοφορεί στους δρόμους, όπως έκανε κι εκείνος».

Στα παρασκήνια της επίδειξης λίγες ημέρες πριν από τη συζήτησή μας, ο μικρός χώρος πίσω από τις βαριές μαύρες κουρτίνες είναι κατάμεστος και γεμάτος ένταση. Μακιγέρ και κομμωτές κυκλοφορούν ανάμεσα στα μοντέλα προσπαθώντας να τελειοποιήσουν το look τους. Παρών είναι και ο ίδιος ο François–Henri Pinault, ο οποίος παρατηρεί με ενδιαφέρον την καρτέλα με τη σειρά εξόδου των κοριτσιών στην πασαρέλα και τις φωτογραφίες των looks. Απέναντί μου, το υπερμοντέλο Anne Catherine Lacroix φορά ένα δερμάτινο μπουφάν και αιχμηρά ασημένια σκουλαρίκια. Χαιρετιόμαστε με τα μάτια ενώ περιμένει να ακούσει το όνομά της για να μπει στη σειρά. Μαθαίνω πως, πέρα από τη δημιουργία μιας συνεκτικής και παγκόσμιας εικόνας για τον Courrèges, η οποία περιλαμβάνει εκτός από τα ρούχα και την αρχιτεκτονική των μπουτίκ, ο Nicolas Di Felice είναι επίσης υπεύθυνος για τη μουσική -την οποία συνθέτει με τον κολλητό του, Erwan Sene– και τη σκηνογραφία των σόου. Μέσα από τις χαραμάδες βλέπω τον χώρο όπου θα διεξαχθεί η επίδειξη γεμάτο κόσμο. Είναι μαγικό. Προσπαθώ να τραβήξω φωτογραφίες, όμως είναι αδύνατο, γιατί το σόου ξεκινά.

Η συλλογή για το καλοκαίρι που διανύουμε διαθέτει κυρίως body–con ρούχα που αποκαλύπτουν περισσότερα απ’ όσα κρύβουν. Στη λευκή αίθουσα τα μοντέλα περπατούν γύρω από έναν λοφίσκο από άμμο, δημιούργημα μιας αόρατης, υπερμεγέθους κλεψύδρας. Είναι ξεκάθαρο πως ο σχεδιαστής εμπνεύστηκε από το surf και το scuba. Τα μοντέλα φορούν ανακλαστικά αθλητικά γυαλιά ηλίου, υπερμεγέθη αξεσουάρ από δέρμα και βινύλ και μονόχρωμα looks που αποτελούνται από επίσης υπερμεγέθη πουκάμισα-φορέματα, γιλέκα και παντελόνια, με πολλά να φέρουν σε στρατηγικά σημεία το λογότυπο του οίκου.

«Κομμένα» τζιν και τα γνωστά λοξά φορέματα «naiad» συνοψίζουν τη γυναίκα Courrèges. Κάποια από τα μανεκέν περπατούν με βάδισμα αργό και αισθησιακό, κρατώντας στο χέρι τα slingback τους ή με δεμένα γύρω από τη μέση τα σακάκια τους. Διαπιστώνω ότι με αυτή τη συλλογή ο σχεδιαστής κοιτάζει πέρα ​​από το προφανές και ότι η ανοδική του πορεία στον Courrèges στηρίζεται στην ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των νέων. Όσο η παρουσίαση εξελίσσεται, η άμμος πέφτει όλο και πιο γρήγορα, συμβολίζοντας τη ρευστότητα που φαίνεται να κυριαρχεί εδώ, με τη μορφή επίσης της διαφάνειας και της ελαφρότητας του μεταξιού. Η νεότητα, άμεσα συνδεδεμένη με τη χαρά της ζωής, παραμένει σταθερή αξία στον Courrèges. «Συχνά βλέπω ανθρώπους ντυμένους με ρούχα που ανήκαν στη μητέρα ή στη γιαγιά τους και νομίζω πως αυτός είναι ένας τρόπος ενίσχυσης της οικολογικής μας συνείδησης – να φτιάχνουμε ποιοτικά ρούχα που διαρκούν στον χρόνο. Προσωπικά δεν ασχολούμαι με το greenwashing, ούτε σχεδιάζω συλλογές που έχουν πάνω τους το σήμα “eco”. Αυτό που με ενδιαφέρει στον Courrèges είναι να φτιάχνω ρούχα που έχουν ουσία και δεν φεύγουν από τη μόδα. Ρούχα που ο αγοραστής τους δεν θα τα αποχωρίζεται ποτέ», καταλήγει.

 

 

 

The interview was published in the May  2023 issue of Vogue Greece. Portrait by Bruno Staub

  • SHARE
SHORT BIO

Since his appointment in 2021, Belgian designer Nicolas di Felice, who formerly worked with Nicolas Ghesquière at Balenciaga and Louis Vuitton, has revisited the Courrèges vocabulary for the 2020s, taking inspiration from his love for music to twist the spirit of the 60s into a wardrobe for today.